Ο σεισμός δεν είναι απλώς ένα φυσικό φαινόμενο. Δεν είναι μόνο η δόνηση του εδάφους, η μετατόπιση των λιθοσφαιρικών πλακών, η εκτόνωση εντάσεων που συσσωρεύτηκαν στα βάθη της γης. Είναι ταυτόχρονα —και κυρίως— μια αποκάλυψη. Αποκαλύπτει, με τρόπο βίαιο και αναπόδραστο, πως εκείνο που θεωρούμε το πιο αυτονόητο θεμέλιο της ζωής μας, η γη που μας κρατά, δεν είναι ποτέ απόλυτα ασφαλές, δεν είναι ποτέ ακλόνητο. Ο σεισμός είναι η στιγμή όπου το θεμέλιο παύει να είναι αυτονόητο, όπου η παρουσία μας γίνεται εμφανής ως εκκρεμότητα.
Αυτή η εμπειρία δεν είναι νέα στην ανθρωπότητα. Από τους αρχαίους χρόνους οι σεισμοί θεωρήθηκαν σημεία των θεών, τιμωρίες ή προειδοποιήσεις. Στην Αγία Γραφή ο σεισμός συνοδεύει συχνά τις μεγάλες θεοφάνειες — στο Σινά, στη Σταύρωση, στην Ανάσταση. Στις μυθολογίες, ο σεισμός είναι η οργή των τιτάνων ή η ταραχή των υποχθονίων δυνάμεων. Ακόμη και στη νεωτερική εποχή, όταν ο σεισμός εξηγείται επιστημονικά, παραμένει για τους ανθρώπους μια εμπειρία που ξεπερνά την απλή φυσική περιγραφή. Γιατί; Διότι αγγίζει την ίδια την οντολογία της ύπαρξης.
Ο σεισμός δεν μας τρομάζει επειδή μετακινούνται τα κτίρια, αλλά επειδή αποκαλύπτει κάτι πιο βαθύ: ότι η ίδια η παρουσία μας δεν έχει ποτέ πλήρη θεμελίωση. Ότι ζούμε πάντοτε σε μια κατάσταση εκκρεμότητας, σαν να κατοικούμε σε έναν κόσμο ο οποίος μπορεί να χαθεί ανα πάσα στιγμή. Ο σεισμός δεν είναι μόνο «φυσική δόνηση»∙ είναι το σύμβολο και η μαρτυρία πως η ύπαρξη είναι «γεννημένη απών παρών» — παρούσα μεν, αλλά πάντοτε υπό τη σκιά της απουσίας.
Ο σεισμός ως μεσοδιάστημα
Αν θέλουμε να το πούμε με φιλοσοφικούς όρους, ο σεισμός φανερώνει το μεσοδιάστημα ανάμεσα στο είναι και στο μη-είναι. Παραδοσιακά, οι στοχαστές στάθηκαν είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά. Ο Παρμενίδης απαγόρευσε κάθε σκέψη για το μη-είναι: «το μη-ον ούτε να νοηθεί ούτε να ειπωθεί δύναται». Ο Πλάτων το μετέτρεψε σε «ἕτερον», διαφορότητα, ώστε να μην μείνει εντελώς εκτός νοήματος. Ο Αριστοτέλης το περιόρισε στην έννοια του «δυνάμει», μιας δυνατότητας που περιμένει την ενεργοποίηση. Στους Πατέρες της Εκκλησίας, το μηδέν έγινε το υπόβαθρο της δημιουργίας «ἐκ τοῦ μηδενός», αλλά μόνο για να φανεί πιο λαμπρά η δημιουργική δύναμη του Θεού. Στη νεωτερική φιλοσοφία, ο Χάιντεγγερ ανέδειξε το «μηδέν» ως στοιχείο τρόμου και ως ορίζοντα του Είναι-προς-θάνατον. Ο Σαρτρ το είδε ως αρνητικότητα που θεμελιώνει την ελευθερία.
Όμως σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις, το μη-είναι παραμένει είτε άρνηση είτε απειλή, είτε αφετηρία που ξεπεράστηκε. Δεν γίνεται τόπος υποδοχής, δεν αναγνωρίζεται ως συνθήκη που αντέχεται. Εδώ είναι το ξάφνιασμα του σεισμού: δείχνει ότι το θεμέλιο της παρουσίας δεν είναι σταθερό, αλλά μια αντοχή του μη-είναι. Η γη δεν παύει να υπάρχει όταν τρέμει· αλλά μας φανερώνει ότι η σταθερότητά της είναι πάντοτε εκκρεμής. Έτσι και η ύπαρξη: δεν παύει όταν δοκιμάζεται, αλλά αποκαλύπτει ότι η παρουσία της είναι συγκατοίκηση με την πιθανότητα της απουσίας.
Η εμπειρία του γεννημένου «απών παρών»
Εδώ συναντούμε την πιο βαθιά υπαρξιακή εμπειρία: το να ζεις σημαίνει να ζεις μέσα στην πιθανότητα της μη πραγμάτωσης της ζωής σου. Δεν ζούμε μόνο με τον φόβο του θανάτου στο μέλλον· ζούμε και με το ίχνος του «θα μπορούσα να μην έχω υπάρξει ποτέ». Η ύπαρξή μας κουβαλά τη σκιά του μη-είναι τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον.
Αυτό γίνεται ιδιαιτέρως εμφανές στην εμπειρία της υιοθεσίας. Το παιδί που γεννήθηκε χωρίς αυτονόητη αποδοχή κουβαλά μέσα του την αίσθηση ότι η παρουσία του είναι ήδη τραυματισμένη από απουσία. Δεν είναι απλώς ζήτημα ψυχολογικό, αλλά οντολογικό: η ύπαρξη βιώνεται από την αρχή ως «παρών απών». Και όλη η ζωή γίνεται μια συνεχής διαπραγμάτευση αυτής της εκκρεμότητας: πώς να σταθείς σε έναν κόσμο που σε κρατά και σε απορρίπτει ταυτόχρονα.
Ο σεισμός αποκαλύπτει σε όλους αυτό που το υιοθετημένο παιδί γνωρίζει υπαρξιακά: ότι η παρουσία δεν είναι αυτονόητη. Για λίγα δευτερόλεπτα όλοι ζουν το ίδιο βίωμα: «θα μπορούσαμε να μην υπάρχουμε». Αυτό το κοινό βίωμα γεννά την αίσθηση του «μαζί» που δεν είναι κοινωνική σύμβαση αλλά υπαρξιακή συγγένεια.
Θεολογική ανάγνωση
Η θεολογία των Πατέρων μίλησε για τη δημιουργία «ἐκ τοῦ μηδενός». Ο Θεός έφερε τον κόσμο στην ύπαρξη, όχι από κάποια προϋπάρχουσα ύλη αλλά από το μηδέν. Αυτή η αλήθεια διασώζει την απόλυτη εξάρτηση της κτίσης από τον Δημιουργό. Όμως η παράδοση συχνά σκέφτηκε το μηδέν μόνο ως παρελθόν που ξεπεράστηκε: κάποτε δεν υπήρχε κόσμος, ο Θεός δημιούργησε, και τώρα υπάρχει.
Ο σεισμός μάς αναγκάζει να δούμε διαφορετικά: το μηδέν δεν είναι απλώς χθες∙ είναι τώρα. Η κτίση παραμένει πάντοτε κτιστή, δηλαδή πάντοτε εκκρεμής απέναντι στο μηδέν. Το γεγονός ότι η γη τρέμει δείχνει πως η δημιουργία δεν είναι δεδομένο αλλά διαρκής αντοχή του μη-είναι. Έτσι ο Θεός δεν φαίνεται μόνο ως Δημιουργός που κάποτε έπραξε, αλλά ως Εκείνος που συνεχώς αντέχει το μη-είναι μας, ώστε να υπάρχουμε.
Αυτό μετατρέπει την ίδια την έννοια του Θεού. Δεν είναι μόνον ο Θεός της δύναμης, της αιτίας, της δημιουργίας. Είναι και ο Θεός της υπομονής — Εκείνος που «ανέχεται» τη μη-παρουσία μας, που δεν μας αφανίζει, που κρατά την ύπαρξη ανοιχτή.
Φιλοσοφική διάσταση
Αν δούμε φιλοσοφικά τον σεισμό, διαλύεται η βεβαιότητα του θεμελίου. Ο Παρμενίδης ήθελε να θεμελιώσει το είναι ως αμετακίνητο. Ο σεισμός αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει τέτοιο αμετακίνητο. Το έδαφος, το κατεξοχήν σταθερό, γίνεται ρευστό. Επομένως, το είναι δεν θεμελιώνεται σε σταθερότητα αλλά σε διαρκή εκκρεμότητα.
Ο Χάιντεγγερ μίλησε για το Dasein ως «Είναι-προς-θάνατον». Αλλά ο σεισμός δείχνει ότι η εκκρεμότητα της ύπαρξης δεν αφορά μόνο το μέλλον του θανάτου· αφορά και το παρόν, ακόμη και το παρελθόν. Δεν ζούμε απλώς προς τον θάνατο· ζούμε πάντοτε στο όριο όπου η ύπαρξή μας θα μπορούσε να μην είχε υπάρξει. Αυτή η τριπλή διάσταση —παρελθόν, παρόν, μέλλον— συγκροτεί την οντολογία της εκκρεμότητας.
Ο Σαρτρ έβλεπε το μηδέν ως άρνηση που θεμελιώνει την ελευθερία. Εδώ όμως δεν πρόκειται για άρνηση που εκφέρεται από το υποκείμενο, αλλά για την ίδια τη δομή του κόσμου: το έδαφος, η γη, η παρουσία των άλλων, όλα μαρτυρούν ότι το είναι είναι πάντοτε επισφαλές.
Ανθρωπολογική διάσταση
Η ανθρωπολογία γνωρίζει ότι οι φυσικές καταστροφές γεννούν κοινότητες. Μετά από σεισμούς ή πλημμύρες, οι άνθρωποι συχνά γίνονται πιο αλληλέγγυοι. Μοιράζονται φόβους, βοηθούν ο ένας τον άλλον, ξαναχτίζουν. Αλλά εδώ υπάρχει κάτι βαθύτερο: αυτή η κοινότητα δεν είναι μόνο κοινωνικό φαινόμενο· είναι μαρτυρία μιας κοινής οντολογικής συνθήκης. Όλοι είμαστε γεννημένοι «απών παρών». Ο σεισμός απλώς το φανερώνει καθολικά, έστω για λίγες στιγμές.
Αντίθετα, οι κοινωνικές γιορτές, όπως οι γάμοι, προσπαθούν να φτιάξουν το «μαζί» στηριγμένο στην αυτονόητη παρουσία. Χορεύουν, τραγουδούν, επιβεβαιώνουν την κοινότητα. Αλλά όποιος έχει το βλέμμα στραμμένο βαθύτερα, βλέπει ότι πίσω από τον χορό κρύβεται η μυστική μοναξιά του καθενός, μια μοναξιά τόσο καθαρή που αν την πεις στον άλλο, εκείνος τρομάζει. Στον σεισμό, αντίθετα, αυτή η μοναξιά αποκαλύπτεται ανοιχτά: όλοι μόνοι, όλοι μαζί.
Η απόλυτη εμπειρία
Εδώ φτάνουμε στο ερώτημα: ζούμε έτσι την απόλυτη εμπειρία; Η απάντηση είναι ναι, εφόσον «απόλυτη εμπειρία» σημαίνει να κατοικείς την ίδια τη δομή της ύπαρξης. Όχι απλώς να έχεις εμπειρίες (χαρές, λύπες, γεγονότα), αλλά να συνειδητοποιείς ότι η εμπειρία σου συμβαίνει μέσα στην εκκρεμότητα της πιθανότητας του καθόλου. Όταν κατοικείς αυτό το ρήγμα, τότε η εμπειρία παύει να είναι απλή ακολουθία συμβάντων και γίνεται μαρτυρία της ίδιας της ύπαρξης.
Αυτή η μαρτυρία είναι σπάνια, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν το «είναι» σαν σταθερό. Η κοινωνία οικοδομεί θεσμούς και γιορτές για να ξεχάσει την εκκρεμότητα. Ο σεισμός, όμως, την αποκαλύπτει. Και όποιος έχει το θάρρος να μείνει εκεί, να την κατοικήσει, γνωρίζει την απόλυτη εμπειρία: το να ζεις ενώ ξέρεις πως θα μπορούσες να μην ζεις ποτέ.