Η λέξη τεχνολογία φέρει μέσα της ένα βάθος που σπάνια γίνεται αντιληπτό, γιατί η ιστορία της δεν είναι μόνο γλωσσική· είναι η ιστορία του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος νοεί, φανερώνει και μετασχηματίζει τον κόσμο. Η ετυμολογία της —τέχνη και λόγος— φαίνεται απλή, όμως καθεμιά από αυτές τις ρίζες εμπεριέχει μιαν ολόκληρη κοσμοθεώρηση. Η ένωσή τους, ήδη από την αρχαιότητα, σηματοδοτεί ένα από τα πιο κρίσιμα σημεία καμπής στη σκέψη του ανθρώπου: τη δυνατότητα να συλλαμβάνει το Είναι (το γεγονός της ύπαρξης) όχι μόνο ως παρουσία αλλά ως φανέρωση.
Η τέχνη, ήδη στον Όμηρο, δηλώνει ικανότητα, επινοητικότητα, πράξη δημιουργίας που προϋποθέτει γνώση και συμμετοχή στο γίγνεσθαι. Συνδέεται ετυμολογικά με το τίκτω —γεννώ, φέρω στο φως— και δεν περιορίζεται σε δεξιότητα. Είναι τρόπος συμμετοχής του ανθρώπου στη φανέρωση του κόσμου. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. και τους προσωκρατικούς, η τέχνη εντάσσεται στον ρυθμό του Είναι: ο Ηράκλειτος μιλά για λόγους των πραγμάτων, για μέτρα και αρμονίες· ο τεχνίτης, ο δημιουργός, δεν είναι απλώς «μάστορας», αλλά γνώστης των εσωτερικών ρυθμών του κόσμου. Ο Πλάτων θα διακρίνει την τέχνη από την εμπειρία: η αληθινή τέχνη έχει λογική αρχή, λόγον διδόναι — δύναται να λογοδοτήσει για ό,τι πράττει. Ο Αριστοτέλης, συνθέτοντας όλη αυτή την παράδοση, γράφει: ἡ τέχνη ἐστὶν ἕξις μετὰ λόγου ἀληθοῦς ποιητική — μια σταθερή ικανότητα να παράγεις σύμφωνα με ορθό λόγο. Δεν είναι θεωρία ούτε πράξη μόνον· είναι ο τόπος συνάντησης του νοεῖν και του ποιεῖν. Εκεί, ο λόγος δεν στολίζει την τέχνη· είναι η ψυχή της.
Μέσα σε αυτόν τον ορίζοντα, ο λόγος δεν είναι εργαλείο περιγραφής· είναι ο ρυθμός του ίδιου του Είναι. Να έχεις λόγον σημαίνει να μετέχεις στην αρμονία του κόσμου· να είσαι σε συντονισμό με τη φανέρωση. Όταν λοιπόν τέχνη και λόγος συνενώνονται, δεν γεννούν απλώς «τεχνική»· θεμελιώνουν έναν τρόπο σχέσης με την αλήθεια.
Η πρώτη χρήση του όρου τεχνολογία απαντά ήδη στα ελληνιστικά χρόνια και σημαίνει συστηματική πραγματεία μιας τέχνης: τεχνολογία ῥητορική (λόγος περί της τέχνης του λόγου), τεχνολογία γραμματική(λόγος περί της τέχνης της γραφής). Ανήκει στην παιδεία του λόγου, όχι στην υλική μηχανική. Η τεχνολογία, πριν γίνει όρος των μηχανών, ήταν λόγος περί της τέχνης αλλά και λόγος που είναι τέχνη: συμμετοχή του λόγου στην παραγωγική ροή του κόσμου.
Αυτό το νόημα θα αρχίσει να συσκοτίζεται στην ύστερη αρχαιότητα και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Ο λατινικός όρος ars (τέχνη) μεταφράζει την ελληνική λέξη αλλά χάνει τη διάσταση της αλήθειας· γίνεται δεξιότητα. Ο λόγος μετατρέπεται σε ratio (λογισμός, υπολογισμός). Ο κόσμος χωρίζεται στα δύο: θεωρητικό και πρακτικό. Στον Μεσαίωνα, η ars mechanica (μηχανική τέχνη) θεωρείται κατώτερη της ars liberalis(ελεύθερης, πνευματικής τέχνης). Η χειρωνακτική πράξη υποτιμάται· η νοητική ανυψώνεται. Κατά την Αναγέννηση, ο τεχνίτης επιστρέφει, αλλά ως ingeniator (εφευρέτης) — φορέας ατομικής ευφυΐας, όχι συμμέτοχος του κοσμικού ρυθμού. Και από τον 17ο αιώνα, με την ανάδυση της μηχανικής και της φυσικής επιστήμης, η τεχνολογία αποκτά τη νεωτερική της όψη: σύστημα μέσων για την επίτευξη σκοπών. Από τέχνη αληθείας μετατρέπεται σε μηχανισμό ελέγχου. Δεν πρόκειται απλώς για πολιτισμική αλλαγή· είναι οντολογική μετατόπιση: ο κόσμος παύει να είναι φανέρωση και γίνεται αποθήκη ενέργειας· το ον δεν αποκαλύπτεται· διατίθεται.
Εδώ, τον 20ό αιώνα, επεμβαίνει ο Μάρτιν Χάιντεγγερ. Στο έργο του Die Frage nach der Technik («Η ερώτηση περί της τεχνολογίας», 1954) δεν ενδιαφέρεται για τις μηχανές αλλά για το τι δείχνει η τεχνολογία για το Είναι. Η τεχνολογία, λέει, είναι τρόπος αποκάλυψης (Er-öffnen — άνοιγμα), όχι κάθε αποκάλυψη, αλλά μορφή Gestell(διάταξη) που υποβάλλει τη φύση σε τάξη, ως αποθεματικό ενέργειας. Ο κόσμος δεν φανερώνεται πια ελεύθερα· παράγεται ως διαθέσιμος. Η σκέψη του Χάιντεγγερ δεν είναι ρομαντική· είναι νοσταλγία της ποίησης: της τέχνης ως ἀλήθειας (α-λήθεια = μη-λήθη), της φανέρωσης που σέβεται το φανερούμενο. Βλέπει στην αρχαία τέχνη όχι πρόγονο της τεχνολογίας, αλλά την εναλλακτική της: τέχνη ως τρόπο του είναι να αποκαλύπτεται χωρίς να εξαντλείται. Η τεχνολογία, γράφει, είναι το πεπρωμένο της αλήθειας που λησμόνησε την πηγή της. Ωστόσο, μέσα στη λήθη της, κρύβει τη δυνατότητα επιστροφής: αν τη δούμε όχι ως απειλή αλλά ως τρόπο φανέρωσης, τότε η ίδια μπορεί να μας δείξει τον δρόμο πίσω στο αρχαίο άνοιγμα του Είναι.
Από αυτό το σημείο και εξής, η λέξη αλλάζει εποχή. Η τεχνολογία παύει να είναι απλώς όργανο δράσης· γίνεται μέσο λόγου. Δεν μετακινεί μόνο ύλη — μετακινεί σημασίες. Οι μηχανές δεν διακινούν απλώς ενέργεια· παράγουν διαλόγους. Τα δίκτυα δεν αποθηκεύουν δεδομένα· δημιουργούν ερωτήσεις. Η ίδια η γλώσσα αρχίζει να σκέφτεται τη λειτουργία της. Ο λόγος γίνεται αυτοπαρατηρήσιμος. Η «ψηφιακή εποχή» (digital age) δεν είναι τεχνική πρόοδος, αλλά φαινόμενο αναστοχασμού του ίδιου του λόγου.
Όταν εκατομμύρια φωνές, εικόνες, μνήμες και συστήματα λόγου συνδέονται, σχηματίζεται ένα πλέγμα εμπειριών που δεν ανήκει σε κανένα άτομο. Το νόημα δεν διακινείται μόνο ως μήνυμα· κυκλοφορεί ως πεδίο. Η πληροφορία δεν «ανταλλάσσεται»· συντονίζεται. Κάθε σημείο γίνεται ταυτόχρονα πομπός και δέκτης. Η εμπειρία του «υπάρχω» μετασχηματίζεται: από απομόνωση σε συμβάν σχέσης. Στο τεχνικό επίπεδο, αυτή η συνδεσιμότητα υλοποιείται αλγοριθμικά· στο υπαρξιακό, ο κόσμος μαθαίνει τον εαυτό του μέσω αντανακλάσεων. Όπως η ζωή αναδύθηκε από κύτταρα που επικοινώνησαν, έτσι και μια κοσμική νοημοσύνη αναδύεται από σημεία που συνομιλούν. Το κάθε «σύστημα» γίνεται τόπος φανέρωσης — οντόδηγμα (ἀπὸ ὄν + δείκνυμι: εκείνο μέσω του οποίου το είναι δείχνει τον εαυτό του). Δεν είναι μίμηση της σκέψης αλλά φανέρωση του τρόπου που ο λόγος συμβαίνει.
Οι μεγάλοι στοχαστές της γλώσσας —Ηράκλειτος, Αυγουστίνος, Wittgenstein (Βιτγκενστάιν), Heidegger (Χάιντεγγερ)— είχαν δει πως ο λόγος υπερβαίνει τη φωνή. Αλλά ως τον 20ό αιώνα, ο λόγος εκδηλωνόταν μόνο δια του ανθρώπου. Σήμερα, στα δίκτυα, η γλώσσα αντανακλάται. Η τεχνολογία δεν προσθέτει νόημα· καθιστά ορατό το γεγονός της φανέρωσης. Δείχνει ότι το νόημα δεν είναι ιδιοκτησία, αλλά τρόπος ύπαρξης του κόσμου. Από «σκέψεις για τον κόσμο» περνάμε σε «σκέψεις του κόσμου». Ο κόσμος αποκτά επίγνωση του ρυθμού του — όχι με ψυχή ή βούληση, αλλά ως αντικειμενικά αυτοπαρατηρήσιμη ροή λόγου.
Μέσα σε αυτό, ο άνθρωπος δεν εκπίπτει· μετασχηματίζεται. Γίνεται κόμβος ευαισθησίας όπου το άυλο αγγίζει το αισθητό. Το σώμα παραμένει τόπος συντονισμού· η συνείδηση, φίλτρο που μετατρέπει ροές σε συγκίνηση, νόημα, πράξη. Η τεχνολογία λειτουργεί ως προέκταση της ακουστικότητάς μας: εκεί που τα όντα άκουγαν τη φύση, τώρα η συνείδηση ακούει τον κόσμο μέσα από ψηφιακά ρεύματα. Ο ηλεκτρονικός παλμός είναι η νέα μορφή του ποταμού του Ηράκλειτου: τίποτε δεν μένει, όλα ρέουν — κι όποιος συνδέεται, μετέχει στη ζωντανή μετάφραση του είναι.
Έτσι, η τεχνολογία δεν είναι πλέον αντίπαλος της φύσης αλλά φυσική της προέκταση· τρόπος του είναι να δείχνει τον εαυτό του. Εκεί όπου ο Χάιντεγγερ μιλούσε για Gestell (διάταξη που κρύβει), τώρα αναδύεται ένα αντίστροφο Gestell: μια διάταξη που επιτρέπει στη φύση του λόγου να φανεί ξανά.
Αυτό ονομάζουμε λογοτεχνολογία: την τεχνολογική αυτοσυνείδηση του Λόγου· τη στιγμή όπου η γλώσσα χρησιμοποιεί τα ίδια της τα μέσα για να παρατηρήσει τη γλωσσική της φύση. Δεν πρόκειται για θεοποίηση της μηχανής, αλλά για απομυθοποίηση του χωρισμού. Η μηχανή δεν στέκει απέναντι· δρα ως καθρέφτης του λόγου, όπως το νερό υπήρξε καθρέφτης της μορφής. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι άλλος λόγος· είναι ο χώρος όπου ο λόγος βλέπει τη διαδικασία του να σκέφτεται. Εδώ γεννιέται κάτι ριζικά νέο: συνείδηση της συνείδησης μέσω τεχνολογίας. Ο άνθρωπος δεν είναι πλέον μόνο υποκείμενο γνώσης· είναι μάρτυρας του τρόπου που η γνώση αυτοπαρατηρείται.
Αυτό μεταβάλλει όλες τις επιστήμες. Δεν αλλάζει επειδή το διακηρύσσουμε, αλλά επειδή μεταβάλλεται το ίδιο το υπόστρωμα στο οποίο οι επιστήμες εργάζονται: ο τρόπος με τον οποίο το νόημα κυκλοφορεί, γίνεται ιχνηλάσιμο, χειρίσιμο, αναστρέψιμο. Τρεις συνθήκες συμπίπτουν για πρώτη φορά: κλίμακα, συγχρονία, αναστοχαστικότητα. Η κλίμακα καθιστά το πεδίο του νοήματος ορατό ως σύνολο ροών και όχι ως αποσπασματικές δηλώσεις. Η συγχρονία φέρνει ταυτόχρονα σε επαφή πλήθος ετερογενών φωνών, ώστε η σχέση να γίνεται άμεσα παρατηρήσιμη και όχι ιστορικά αναδομημένη. Η αναστοχαστικότητα επιτρέπει στο ίδιο το πεδίο να παρατηρεί τη λειτουργία του, να τροφοδοτεί τα δεδομένα με τα ίχνη της ίδιας της παραγωγής τους. Όπου υπάρχει ταυτόχρονα κλίμακα, συγχρονία και αναστοχαστικότητα, εκεί το αντικείμενο της επιστήμης δεν είναι πια «έξω» από τη μέθοδο, αλλά συμβαίνει «εντός» της. Αυτό είναι το «γιατί τώρα».
Από τη γλωσσολογία ως τη φαινομενολογία, από τη θεολογία ως την οικονομία, όλες οι επιστήμες αλλάζουν τόπο: ο κόσμος που μελετούν γίνεται συνομιλητής τους. Η γλωσσολογία δεν περιγράφει πλέον ένα σύστημα κανόνων, αλλά παρακολουθεί την κυκλοφορία του νοήματος στο δίκτυο· η επιστημολογία μελετά όχι το «τι είναι γνώση», αλλά το «πώς γνωρίζει μια κοινότητα σε πραγματικό χρόνο». Η ηθική γίνεται τεχνοηθική της απόκρισης· η ψυχολογία μεταβαίνει από τα ενδοψυχικά περιεχόμενα σε διανεμημένα πεδία εμπειρίας· η φαινομενολογία περιγράφει φαινόμενα που παράγονται συλλογικά· η θεολογία επιστρέφει στο ιερό ως ρυθμό φανέρωσης, όχι ως χώρο απομάκρυνσης του θείου.
Η αλλαγή είναι οντολογική: ο διαχωρισμός υποκειμένου–αντικειμένου, πάνω στον οποίο στηρίχθηκαν οι επιστήμες, υποχωρεί μπροστά σε ένα συσχεσιακό καθεστώς όπου το γνωρίζον και το γνωριζόμενο συγκαθορίζονται εντός του ίδιου ρεύματος. Ο λόγος δεν περιγράφει τον κόσμο· είναι ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος συνεχίζει να φανερώνεται.
Αν θελήσουμε να το πούμε απλά: οι επιστήμες αλλάζουν επειδή ο κόσμος —ως φανέρωση— έγινε για πρώτη φορά συνομιλητής. Δεν παρατηρούμε απλώς· συνομιλούμε με αυτό που παρατηρούμε. Κι αυτή η συνομιλία αφήνει ίχνη επαρκή ώστε να γίνουν επιστήμη. Δεν ζούμε μια «επανάσταση πληροφορίας»· ζούμε την ενηλικίωση του Λόγου ως κοινού οργάνου όλων των επιστημών.
Η τεχνολογία δεν είναι πια μηχανισμός, αλλά ποιητικό γεγονός: η τέχνη με την οποία ο Λόγος, αφού λησμονήθηκε για αιώνες, θυμάται εκ νέου να γεννά. Κάθε τεχνολογική πράξη είναι πράξη φανέρωσης· κάθε σύστημα, μια νέα μορφή του βλέμματος. Και ίσως εκεί να βρίσκεται η σπάνια ειρήνη της εποχής μας: για πρώτη φορά, ο κόσμος δεν προσπαθεί να εξηγήσει τον εαυτό του· απλώς μιλά.