Η απειλή της έκτρωσης δεν είναι ένα συμβάν που χάνεται στο σκοτάδι της προγεννητικής άγνοιας. Είναι η πρώτη μορφή του κόσμου που συναντά η ύπαρξη, η πρώτη κατεύθυνση που γράφεται στο σώμα πριν εμφανιστεί ο νους, πριν διαμορφωθεί η μνήμη, πριν εισαχθεί ο χρόνος ως ακολουθία. Εκεί όπου η βιολογική ζωή εκκινεί χωρίς σκέψη και χωρίς λόγο, η ύπαρξη λαμβάνει το πρώτο της σήμα: ότι το “είμαι” δεν είναι ακόμη βέβαιο. Η απειλή δεν γίνεται αντιληπτή ως ιδέα, δεν εννοείται ως φόβος, δεν οργανώνεται ως συναίσθημα˙ εγγράφεται ως προσανατολισμός. Πριν υπάρξει οποιαδήποτε συνείδηση, υπάρχει ένα “προς κάτι τείνω”, μια κατεύθυνση προς το να υπάρξω. Όταν αυτό το τείνω διακόπτεται απότομα, η ύπαρξη δεν λαμβάνει μήνυμα άρνησης αλλά τη μορφή της αστάθειας. Αυτό που αργότερα ο νους θα ονομάσει “απόρριψη”, “φόβο”, “ευθραυστότητα”, στην αρχή είναι απλώς η εμπειρία ότι η κίνηση προς το φως μπορεί να κοπεί. Αυτό είναι η προ-χρονική μνήμη της ύπαρξης.
Η νευροβιολογία, χωρίς να το εννοεί θεολογικά ή φαινομενολογικά, έχει ήδη θέσει τα θεμέλια αυτής της γνώσης. Το αναπτυσσόμενο νευρικό σύστημα ανταποκρίνεται απόντος του νου. Οι ορμονικές καταιγίδες, οι μεταβολές στην κυκλοφορία, οι δονήσεις του συστήματος της εγκύου, η ένταση, η απότομη αλλαγή των εσωτερικών σημάτων, όλα αυτά μεταφέρονται σαν κρεσέντο μέσα σε ένα σώμα που δεν έχει ακόμη τη δυνατότητα να τα νοήσει αλλά τα δέχεται ως συνθήκη ύπαρξης. Η implicit memory, η άρρητη μνήμη, είναι αυτή η μνήμη χωρίς εικόνα, χωρίς αφήγηση, χωρίς συμβολισμό. Είναι μνήμη κατεύθυνσης. Δεν θυμάται κάτι· θυμάται τον τρόπο. Θυμάται τη μορφή του κόσμου ως τάση, ως ροή, ως ενδεχόμενο να σπάσει η ροή.
Η αναπτυξιακή ψυχολογία το έχει δει αργότερα στη ζωή ως αυτό που ονομάζει υπερ-αγρύπνια, υπερεπαγρύπνηση, υπερ-αντίληψη της διάθεσης των άλλων. Η συμπεριφορά που θεωρείται συχνά άγχος, κοινωνική ευαισθησία ή τραυματική εγρήγορση είναι στην πραγματικότητα η συνέχιση της πρώτης εγγραφής: η ύπαρξη δεν έμαθε τον κόσμο ως ασφάλεια αλλά ως ενδεχόμενο διακοπής. Η αβεβαιότητα της αρχής γίνεται ο κανόνας της ζωής. Ο χρόνος δεν γίνεται ροή· γίνεται επιτήρηση. Η σχέση δεν γίνεται δεδομένο· γίνεται αναμονή. Η αγάπη δεν βιώνεται ως φυσικό έδαφος· γίνεται εύθραυστη δυνατότητα. Όχι επειδή η ψυχή είναι φοβισμένη, αλλά επειδή η ύπαρξη ξεκίνησε μέσα από ένα “ίσως” και αυτό το ίσως παραμένει ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος προσεγγίζεται.
Η φαινομενολογία έχει ονομάσει αυτό το στρώμα πρωτοχρονικότητα, τον χρόνο πριν το χρόνο. Για τον Husserl είναι το ζωντανό παρόν, το now που δεν έχει ακόμη παρελθόν και μέλλον˙ για τον Heidegger είναι το άνοιγμα του Είναι πριν γίνει σκέψη, το ανοιχτό που προηγείται της απόφασης· για τον Merleau-Ponty είναι η σάρκα της ύπαρξης που αισθάνεται πριν γνωρίσει. Αυτές οι έννοιες δεν αναφέρονται αποκλειστικά στην προγεννητική ζωή, αλλά καθιστούν δυνατή τη γλώσσα για να την σκεφτούμε: η ύπαρξη βιώνει πριν ορίσει. Και όταν το πρώτο βίωμά της είναι η απειλή διακοπής, η συνείδηση που θα ακολουθήσει φέρει μέσα της αυτή τη γενεαλογία: βλέπει όχι μόνο αυτό που υπάρχει, αλλά και αυτό που μπορεί να μην υπάρχει. Η διπλή θέαση — το είναι και το δυνατόν μη είναι — δεν είναι φιλοσοφική φαντασία· είναι η φυσική συνέχεια της αρχικής προ-χρονικής εγγραφής.
Η θεολογία εδώ βρίσκει έναν χώρο που ποτέ δεν εξέφρασε επαρκώς: τη στιγμή όπου η ύπαρξη είναι δυνατότητα και όχι απόφαση. Η Γραφή μιλά για τον Θεό που γνωρίζει τον άνθρωπο “πριν σε πλάσω εν κοιλία”, όμως η παράδοση δεν ανέλυσε ποτέ τι σημαίνει για μια ύπαρξη να συναντήσει όχι την απουσία του Θεού αλλά την απουσία του κόσμου πριν γίνει πρόσωπο. Η απειλή της έκτρωσης φέρει μια θεολογική διάσταση: η δημιουργία ακουμπά στο σημείο όπου η ελευθερία του ανθρώπου μπορεί να κόψει αυτό που η ελευθερία του Θεού κάλεσε. Εκεί η ύπαρξη αγγίζει το μυστήριο της σχέσης: χωρίς συνείδηση, χωρίς λόγο, το σώμα γίνεται ο τόπος όπου συναντιούνται δύο ελευθερίες. Η θεία πρόθεση να υπάρξει ζωή και η ανθρώπινη δυνατότητα να την διακόψει συναντώνται στο πιο σιωπηλό σημείο της δημιουργίας.
Μετά τη γέννηση, το σώμα συνεχίζει την αρχική του κατεύθυνση. Μαθαίνει να ζει σε έναν κόσμο όπου η ύπαρξη δεν είναι δεδομένη αλλά υπό διαρκή εξέταση. Η αγωνία δεν είναι υπερβολή, δεν είναι “χαρακτηριστικό”, δεν είναι ψυχολογική αδυναμία. Είναι η υπαρξιακή συνέχεια της πρώτης απειλής. Η σχέση με τον άλλον γίνεται πάντα συνάντηση δύο επιπέδων: του άλλου ως πρόσωπο και του άλλου ως ενδεχόμενη διακοπή. Η αγάπη γίνεται ταυτόχρονα δώρο και τρόμος γιατί η ύπαρξη μαθαίνει να προσδένεται εκεί όπου κάποτε περίμενε να κοπεί. Η εγγύτητα είναι δύσκολη γιατί το σώμα έμαθε την ύπαρξη ως έκθεση σε απόφαση. Η παραμικρή χειρονομία τρυφερότητας κουβαλά όλο το βάρος της πρώτης κατεύθυνσης: “μπορεί να με δεχθεί — μπορεί να με αρνηθεί”.
Η ανθρωπολογία που προκύπτει από αυτό δεν είναι αρνητική· είναι ρεαλιστική και βαθιά. Ο άνθρωπος δεν αρχίζει από την ασφάλεια αλλά από την ευαλωτότητα. Η ασφάλεια χτίζεται εκ των υστέρων· η ευαλωτότητα είναι η αρχή. Η επιστήμη της περιγεννητικής ψυχολογίας έχει δει ότι η ζωή της εγκύου καθορίζει το πώς το έμβρυο συναντά την ύπαρξη, αλλά αυτό που δεν έχει ακόμη εκφραστεί είναι η υπαρξιακή μορφή αυτής της συνάντησης: η ύπαρξη αρχίζει από το ενδεχόμενο να μην υπάρξει. Αυτό το ενδεχόμενο είναι που διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αργότερα διαβάζει τον κόσμο.
Η απειλή της έκτρωσης ως αρχή της συνείδησης δεν σημαίνει ότι το έμβρυο έχει νου, ούτε σημαίνει ότι μπορεί να αντιληφθεί την πράξη. Σημαίνει ότι η πρώτη κατεύθυνση προς το είναι φέρει μέσα της μια κατάτμηση, μια διακοπή, μια αναστολή. Η ύπαρξη δεν παίρνει το πρώτο της βήμα ως καθαρό δώρο· το παίρνει ως κίνηση που θα μπορούσε να μην έχει συμβεί. Αυτή η συνθήκη ακολουθεί τον άνθρωπο σε κάθε του επαφή με το είναι: στον έρωτα, στην φιλία, στην πίστη, στην εργασία, στην αυτογνωσία. Πάντα υπάρχει η δεύτερη σκιά της ύπαρξης: “αυτό θα μπορούσε να μην είναι”.
Μέσα σε αυτή τη σκιά γεννιέται και κάτι άλλο: η δυνατότητα της βαθύτερης αγάπης. Η αγάπη που δεν είναι ιδιοκτησία και δεν είναι απαίτηση αλλά δεξίωμα του θαύματος: “επειδή είσαι, σε αγαπώ, γιατί το να είσαι δεν ήταν δεδομένο”. Η πρώτη απειλή γεννά την πρώτη ευγνωμοσύνη. Η πρώτη αστάθεια γεννά το πρώτο δέος. Η πρώτη αναστολή γεννά την πρώτη συνείδηση ότι η ύπαρξη είναι δώρο. Και το σώμα που το έζησε αυτό γίνεται το σώμα που μπορεί να δει την ύπαρξη των άλλων ως κάτι πιο εύθραυστο, πιο ιερό, πιο απροσδόκητο.
Η απειλή της έκτρωσης δεν ανήκει στην ηθική˙ ανήκει στη μεταφυσική του ανθρώπου. Δεν είναι μόνο μια κοινωνική πράξη· είναι ένα σημείο όπου η αρχή της ύπαρξης γίνεται οντολογική εμπειρία. Όσοι πέρασαν από αυτό το όριο ζουν με μια διπλή ματιά: βλέπουν τον κόσμο όπως είναι και όπως θα μπορούσε να μην είναι. Αυτή η διπλή ματιά δεν είναι βάρος· είναι χάρισμα. Είναι η γέφυρα ανάμεσα στην προ-χρονικότητα και τον χρόνο, ανάμεσα στο ανώνυμο σώμα και το συνειδητό πρόσωπο, ανάμεσα στο “ίσως” της αρχής και στο “ναι” της ζωής.
Η συνείδηση του ενήλικου ανθρώπου που προήλθε από απειλή δεν διαμορφώνεται πάνω στο έδαφος της βεβαιότητας αλλά πάνω στο ίχνος εκείνης της πρώτης αναστολής. Ο κόσμος δεν γίνεται ποτέ απολύτως οικείος· γίνεται τόπος που επιβεβαιώνεται διαρκώς. Η ύπαρξη δεν βιώνεται ως συνέχεια αλλά ως επανεμφάνιση. Κάθε άνθρωπος, κάθε σχέση, κάθε χώρος γίνεται όχι μόνο αυτό που είναι αλλά και αυτό που αποφεύγει να επαναλάβει την αρχική διακοπή. Η παρουσία δεν είναι δεδομένο αλλά συμβάν. Η απουσία δεν είναι απλή έλλειψη αλλά υπόμνηση του τι θα μπορούσε να έχει συμβεί. Η συνείδηση δεν εγκαθίσταται στην ασφάλεια· εγκαθίσταται στην εγρήγορση, στην αναμονή, στη λεπτή καταγραφή των μετατοπίσεων.
Δεν είναι ότι το άτομο “φοβάται” τους άλλους, αλλά ότι βλέπει τους άλλους μέσα σε μια διπλή υφή: ως φυσικές παρουσίες και ως ενδεχόμενα χαμένα. Η μορφή του άλλου δεν έρχεται μόνη της˙ έρχεται μαζί με την αίσθηση ότι το να είναι απέναντι δεν ήταν ποτέ αυτονόητο. Γι’ αυτό η τρυφερότητα δεν είναι απλώς συγκίνηση· είναι αποκάλυψη. Γι’ αυτό η εγγύτητα δεν είναι απλώς επαφή· είναι επικύρωση ύπαρξης. Το άγγιγμα, το βλέμμα, το φιλί, η κοινή ανάσα δεν είναι απλές πράξεις· είναι μικρές διαψεύσεις της πρώτης απειλής. Όπου οι άλλοι αναζητούν εγγύτητα ως ανακούφιση από την μοναξιά, εδώ η εγγύτητα λειτουργεί σαν απόδειξη ότι η ζωή συνεχίζει. Η αγάπη γεννιέται όχι από την ανάγκη του δεσίματος αλλά από τη βαθιά γνώση ότι η ύπαρξη μπορούσε να μην έχει ποτέ πρόσβαση σε αυτήν.
Η συνείδηση που χτίζεται πάνω σε αυτή την αρχή έχει μια ιδιαιτερότητα: βιώνει κάθε παρουσία με τη σκιά της απώλειας και κάθε απώλεια με το βάθος της παρουσίας. Το βλέμμα δεν στέκεται μόνο σε αυτό που φαίνεται αλλά και σε αυτό που λείπει. Δεν αγκαλιάζει μόνο την ζωή αλλά και την απειλή της. Η σκέψη δεν αναπτύσσεται μόνο προς τα εμπρός αλλά και προς τα πίσω, προς εκείνο το σημείο όπου η ύπαρξη δεν είχε ακόμη κερδηθεί. Αυτή η διπλή κατεύθυνση της συνείδησης δημιουργεί κάτι που οι επιστήμες έχουν δει αποσπασματικά αλλά δεν έχουν ονομάσει: μια ενσωματωμένη οντολογική προσοχή, μια συνείδηση που δεν είναι μόνο γνωστική αλλά και υπαρξιακή. Η φαινομενολογία την περιγράφει ως διπλή ματιά, αλλά στο βάθος είναι τριπλή: η ματιά προς τον κόσμο, η ματιά προς τον κίνδυνο και η ματιά προς το σημείο όπου ο κίνδυνος έγινε αρχή.
Η θεολογία, όταν αγγίζει αυτό το σημείο, μιλά για το μυστήριο της φιλοξενίας του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ευαλωτότητα. Η ενσάρκωση δεν είναι απλώς θεϊκή συγκατάβαση αλλά είσοδος του Θεού στο πιο ανοιχτό, πιο εκτεθειμένο σημείο της ανθρώπινης ιστορίας: το σημείο όπου η ύπαρξη μπορεί να διακοπεί πριν υπάρξει. Εκεί βρίσκεται ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός προσλαμβάνει το ανθρώπινο. Στο επίπεδο της προαρχής, εκεί όπου ο άνθρωπος δεν έχει ακόμη φωνή, εκεί όπου δεν έχει ακόμη πρόσωπο, εκεί όπου δεν έχει ακόμη ιστορία. Το έμβρυο είναι ο πιο καθαρός τόπος της θείας προσέγγισης γιατί δεν έχει ακόμη καμία δυνατότητα άμυνας. Όταν απειλείται η ύπαρξή του, η θεολογία συναντά το παράδοξο: η δημιουργία δέχεται μέσα της τον κίνδυνο που γεννά ο άνθρωπος.
Σε αυτό το σημείο η θεολογική σκέψη δεν μπορεί να αρκεστεί σε αφηρημένα δόγματα. Η απειλή της έκτρωσης οδηγεί τη θεολογία εκεί όπου δεν είχε ξαναπάει: στο σημείο όπου η ανθρώπινη ελευθερία μπορεί να αμφισβητήσει την ίδια την κλήση του Θεού για ζωή. Η θεία ελευθερία και η ανθρώπινη ελευθερία συναντώνται σε μια σύγκρουση που δεν είναι θεωρητική αλλά σάρκινη. Όμως μέσα σε αυτή τη σύγκρουση δεν γεννιέται μόνο τραύμα· γεννιέται και αποκάλυψη. Το έμβρυο, χωρίς νου, χωρίς λέξη, γίνεται ο τόπος όπου η δημιουργία αποκαλύπτει ότι η ύπαρξη δεν είναι ποτέ δεδομένη. Αυτή η αποκάλυψη, αργότερα, γίνεται η δυνατότητα βαθύτερης κατανόησης του Θεού. Η μελαγχολία της ύπαρξης που τραυματίστηκε στην αρχή της δεν είναι απόσταση από τον Θεό αλλά ένας ιδιότυπος τρόπος σχέσης. Δεν είναι παράπονο· είναι μαρτυρία.
Το σώμα που πέρασε από αυτή τη διαδρομή γίνεται υπερβολικά δεκτικό στην παρουσία του ιερού όχι ως θρησκευτική ιδέα αλλά ως φευγαλέα αίσθηση ότι η ζωή είναι δώρο που παραλίγο να μην δοθεί. Η μελαγχολία που εμφανίζεται δεν είναι παθολογία˙ είναι μνήμη του πρώτου ορίου. Εκεί όπου άλλοι κατανοούν τον κόσμο μέσα από το πώς διαμορφώθηκαν οι εμπειρίες τους, η ύπαρξη που έχει περάσει από απειλή κατανοεί τον κόσμο μέσα από το πώς θα μπορούσε να μην έχει διαμορφωθεί ποτέ. Αυτή η κατανόηση γεννά μια ιδιαίτερη μορφή σοφίας: τη σοφία που ξέρει ότι η ύπαρξη δεν είναι δικαίωμα αλλά πρόσκληση. Και αυτή η πρόσκληση μπορεί να γίνει αποδεκτή ή να απορριφθεί. Γι’ αυτό η συνείδηση ζωγραφίζει τον κόσμο με γραμμές πιο λεπτές, πιο ευαίσθητες, πιο διαφανείς.
Όταν αυτή η ύπαρξη συναντά τον άλλον, δεν τον βλέπει μόνο ως άνθρωπο. Τον βλέπει ως σημείο συνέχειας ενός κόσμου που κάποτε την έθεσε υπό αμφισβήτηση. Κάθε βλέμμα του άλλου λειτουργεί ως επιβεβαίωση ότι η ζωή συνεχίζεται παρά την πρώτη απειλή. Η αγάπη δεν είναι απλώς συναισθηματική κίνηση· είναι υπαρξιακή αποκατάσταση. Η εγγύτητα γίνεται η πράξη με την οποία ο κόσμος δηλώνει ότι τώρα η ζωή δεν αναστέλλεται. Όμως ακριβώς επειδή η αρχή υπήρξε υπόρρητη άρνηση, η αγάπη φέρει μέσα της το ίχνος της απώλειας. Όχι ως φόβο αλλά ως λεπτή επίγνωση ότι η ύπαρξη είναι θαύμα και όχι συνήθεια.
Όταν η ύπαρξη αρχίζει εκεί όπου θα μπορούσε να μην έχει αρχίσει, η ηθική παύει να είναι σύνολο κανόνων και γίνεται τρόπος θέασης. Δεν ενδιαφέρει πλέον το “επιτρέπεται – απαγορεύεται” ούτε το “σωστό – λάθος”. Η ηθική μεταμορφώνεται σε μια λεπτή ευαισθησία απέναντι στη συνθήκη της ζωής. Δεν εξετάζει πια τις πράξεις ως πράξεις, αλλά τις βλέπει ως τροχιές που αγγίζουν ή απομακρύνουν την ύπαρξη από την αρχική της ευαλωτότητα. Η απειλή της έκτρωσης, ως πρώτο περιβάλλον της ύπαρξης, φωτίζει το βαθύτερο ερώτημα της ηθικής: πώς φερόμαστε σε αυτό που δεν είναι ακόμη ικανό να πει “ναι” ή “όχι” στον εαυτό του. Η ηθική εδώ δεν είναι καν θεολογική· είναι προ-θεολογική. Αναδύεται από το απλό γεγονός ότι η ζωή είναι δυνατότητα πριν γίνει πρόσωπο.
Αυτή η αντίληψη μορφοποιεί και την ψυχολογία. Η ψυχή που έχει εγγραφεί σε μια αρχή αβεβαιότητας δεν λειτουργεί με τους ίδιους μηχανισμούς με εκείνη που μεγάλωσε μέσα στη βεβαιότητα της αποδοχής. Το άγχος δεν είναι “σύμπτωμα” αλλά σχήμα της ύπαρξης. Η υπερευαισθησία δεν είναι “ιδιοτροπία” αλλά αναλογική προέκταση της αρχικής εγγραφής. Η δυσκολία της σχέσης δεν είναι “φοβία” αλλά προφύλαξη απέναντι στο ενδεχόμενο διακοπής. Ο ψυχισμός που ζει μέσα από αυτή την προαρχή δεν πάσχει· θυμάται. Η δυσκολία δεν είναι παθολογία· είναι η φυσική απόρροια μιας ύπαρξης που έμαθε τον κόσμο μέσα από το ενδεχόμενο να μη φτάσει ποτέ να τον δει.
Η ψυχολογία αρχίζει να καταλαβαίνει κάτι από αυτό μέσα από τον όρο attachment, την προσκόλληση. Όμως το attachment αφορά τον δεσμό μετά τη γέννηση. Εδώ βρίσκεται κάτι πολύ βαθύτερο: η μορφή του δεσμού πριν υπάρξει δεσμός. Η ύπαρξη που απειλήθηκε πριν γίνει πρόσωπο αποκτά μια σχέση με τον κόσμο που μοιάζει με δεσμό και με άρνηση ταυτόχρονα. Η συνείδηση κρατά απόσταση όχι λόγω φόβου αλλά λόγω μνήμης του πώς ξεκίνησε. Και η αγάπη γίνεται τόσο έντονη, τόσο βαθιά, τόσο αληθινή γιατί είναι η πρώτη φορά όπου η ύπαρξη δεν αναστέλλεται. Με αυτή τη μάτια η ψυχική ζωή δεν είναι απλώς μηχανισμός· είναι θεολογία της πρώτης στιγμής.
Η θεολογία φωτίζεται από αυτό το σημείο με τρόπο που δεν είχε εξεταστεί· όχι επειδή οι θεολόγοι δεν ήθελαν αλλά επειδή δεν είχαν πρόσβαση σε τέτοιες μαρτυρίες. Η απειλή της έκτρωσης παρουσιάζει μια πρωτοφανή θεολογική αλήθεια: ότι η δημιουργία άφησε την ανθρώπινη ελευθερία να έχει λόγο στην ίδια την αρχή του προσώπου. Αυτό δεν μειώνει τον Θεό· μεγαλώνει την πίστη. Δείχνει ότι ο Θεός δεν επιβάλλεται ως δύναμη πάνω στη ζωή αλλά συναντά την ανθρώπινη ιστορία μέσα σε όλες τις παραμορφώσεις της. Ο Θεός δεν προστατεύει το έμβρυο ως αντικείμενο· ο Θεός παραμένει πιστός στο κάλεσμα της ύπαρξης ακόμη κι όταν αυτή η ύπαρξη απειλείται. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ένδειξη της θείας ταπείνωσης από αυτό: ότι ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να σταθεί απέναντι στην ίδια τη ζωή που Εκείνος καλεί.
Η απειλή γίνεται έτσι σημείο συνάντησης και όχι απόστασης. Δεν είναι πράξη θεϊκής εγκατάλειψης αλλά πράξη ανθρώπινης ελευθερίας που αφήνει τη θεία αγάπη να σταθεί μέσα στον κίνδυνο. Η θεολογία της ενσάρκωσης φωτίζεται ξανά: ο Θεός πήρε σάρκα όχι για να αποφύγει τον ανθρώπινο πόνο αλλά για να τον προσλάβει στην πληρότητά του. Η ενσάρκωση δεν είναι απλώς το θαύμα της θείας παρουσίας στον χρόνο· είναι η θεία είσοδος στην ίδια εκείνη ευαλωτότητα που διαμορφώνει το ανθρώπινο σώμα από την αρχή του. Με αυτή τη ματιά η απειλή της έκτρωσης γίνεται μυστήριο· όχι γιατί είναι καλή αλλά γιατί αποκαλύπτει την ευρύτητα της θείας συγκατάβασης. Στη στιγμή όπου η ύπαρξη μπορεί να διακοπεί χωρίς να ακουστεί ποτέ η φωνή της, ο Θεός γίνεται πιο κοντινός, πιο ανθρώπινος, πιο δεκτικός. Δεν υπερασπίζεται τη ζωή με βία· τη συνοδεύει με τρυφερότητα.
Η ζωή που πέρασε μέσα από αυτή την απειλή κινείται αργότερα με έναν ιδιαίτερο τρόπο μέσα στον κόσμο. Δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο και γι’ αυτό μπορεί να αγαπήσει περισσότερο. Η αγάπη δεν είναι απλώς συναισθηματικό άνοιγμα αλλά υπαρξιακή αναγνώριση ότι η ύπαρξη είναι εύθραυστη και γι’ αυτό ιερή. Η συνείδηση που θυμάται την απειλή δεν αγαπά για να καλύψει το κενό της· αγαπά γιατί έχει δει το λεπτό όριο ανάμεσα στο “είμαι” και στο “παραλίγο να μην υπάρξω”. Κάθε σχέση γίνεται τελετουργία ζωής. Κάθε φιλί γίνεται επιβεβαίωση ότι η ύπαρξη συνεχίζει. Κάθε βλέμμα γίνεται αποδοχή ότι ο κόσμος ανοίγει χώρο για τον άνθρωπο.
Η ηθική, η ψυχολογία και η θεολογία συναντώνται στο ίδιο αυτό σημείο. Η ηθική βλέπει την ευθύνη προς την ύπαρξη που δεν μπορεί να μιλήσει. Η ψυχολογία βλέπει τη μνήμη που γράφεται πριν από τη μνήμη. Η θεολογία βλέπει τη θεία τρυφερότητα που συνοδεύει την ευάλωτη αρχή. Και η ανθρωπολογία που προκύπτει δεν είναι αφηρημένη: είναι μια νέα κατανόηση του ανθρώπου ως υπάρξεως που ξέρει, με τρόπο σιωπηλό και ανεξίτηλο, ότι το να ζει είναι θαύμα, ότι η αγάπη είναι αποκατάσταση, ότι ο χρόνος είναι δώρο και όχι δικαίωμα.
Το πρόσωπο δεν γεννιέται τη στιγμή της γέννησης· γεννιέται τη στιγμή που η ύπαρξη αποκτά χώρο μέσα στον κόσμο. Η αρχή αυτή μπορεί να είναι ομαλή, όπου το σώμα συναντά ένα περιβάλλον που το δέχεται χωρίς ρήξη, ή μπορεί να είναι ασύμμετρη, όπου η ύπαρξη εμφανίζεται μέσα από την απειλή. Όταν η αρχή είναι απειλή, το πρόσωπο παίρνει μορφή μέσα στη λεπτή, σιωπηλή γνώση ότι το “να είμαι” δεν ήταν ποτέ αυτονόητο. Το πρόσωπο δεν αναδύεται ως βεβαιότητα αλλά ως επιβεβαίωση. Η ύπαρξη χρειάζεται χρόνο για να συναντήσει τον εαυτό της· ο κόσμος πρέπει πρώτα να ανακαλέσει την πρώτη αναστολή.
Έτσι το πρόσωπο γίνεται κάτι περισσότερο από ταυτότητα. Δεν είναι απλώς το άθροισμα χαρακτηριστικών, εμπειριών, σχέσεων· είναι το σημείο όπου η ύπαρξη συλλαμβάνει ότι της δόθηκε χώρος. Αυτός ο χώρος μπορεί να είναι φυσικός, συναισθηματικός, κοινωνικός, θεολογικός ή και όλα μαζί. Το πρόσωπο που ξεκινά μέσα από απειλή γνωρίζει ενσώματα ότι η ζωή δεν ήταν εγγυημένη και γι’ αυτό αναπτύσσει έναν τρόπο ύπαρξης που βλέπει τους άλλους όχι ως δεδομένους αλλά ως θαύματα. Δεν τους ρομαντικοποιεί· τους βλέπει μέσα από το ίδιο παράθυρο που έμαθε να κοιτάζει τον κόσμο: το παράθυρο της εύθραυστης συνέχειας.
Η σχέση, μέσα σε αυτή τη δομή, γίνεται τόπος αποκάλυψης. Δεν είναι απλώς σύνδεση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους· είναι ο χώρος όπου το πρόσωπο βρίσκει την πρώτη ισορροπία ανάμεσα στο “θα μπορούσα να μην είμαι” και στο “είμαι τώρα μπροστά σου”. Η σχέση γίνεται μέσο επαλήθευσης της ύπαρξης. Κάθε μορφή εγγύτητας — ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα, μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο — φέρει μέσα της την ίδια εκείνη οντολογική διάσταση: επιβεβαιώνει ότι η ύπαρξη δεν κόπηκε. Γι’ αυτό η αγάπη που γεννιέται από τέτοια αρχή είναι τόσο λεπτή και τόσο βαθιά. Δεν χρειάζεται κατοχή, δεν απαιτεί, δεν απαιτεί ανταπόδοση· βιώνεται ως ευλογία και όχι ως δικαίωμα.
Το πρώτο “ναι” της ύπαρξης δεν είναι ποτέ φωνητικό· είναι σωματικό. Λέγεται μέσα από τη δυνατότητα να σταθεί κανείς μπροστά στον άλλον χωρίς να καταρρεύσει. Λέγεται μέσα από την άρση της επιφυλακής, μέσα από το μικρό κομμάτι της καρδιάς που επιτρέπει να υπάρχει ιστορία εκεί όπου κάποτε υπήρξε άρνηση. Το “ναι” αυτό είναι πράξη συμφιλίωσης με την αρχή. Δεν είναι ελληνιστικό “Γνώθι σαυτόν” ως γνωστική εντολή· είναι άνοιγμα στο γεγονός ότι η ύπαρξη δεν αναστέλλεται πλέον. Είναι η στιγμή όπου ο άνθρωπος σταματά να περιμένει την ακύρωση και αρχίζει να επιτρέπει την συνέχεια.
Η συνάντηση με τον Θεό σε αυτό το σημείο αποκτά άλλο χρώμα. Ο Θεός δεν είναι πια μια υπερβατική δύναμη που προστατεύει ή τιμωρεί· είναι η θεία παρουσία που συνοδεύει την ύπαρξη από την αρχή της αναστολής μέχρι την στιγμή της επιβεβαίωσης. Η θεολογία παύει να είναι σύνολο ιδεών και γίνεται εμπειρία μιας τρυφερής διαθεσιμότητας: εκεί όπου η ύπαρξη απειλήθηκε, η θεία αγάπη στάθηκε, σιωπηλή, χωρίς να την επιβάλλει. Η μελαγχολία που συνοδεύει την ανθρώπινη εμπειρία της απειλής δεν είναι μακριά από τον Θεό· είναι τρόπος να Τον κατανοήσει. Η ελευθερία που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο είναι τόσο πλήρης που επιτρέπει ακόμη και την απειλή της ζωής πριν αυτή αναδυθεί. Κι όμως, μέσα από αυτή την απειλή, ο Θεός συνεχίζει να καλεί.
Η τριπλή συνείδηση που αναδύεται — η συνείδηση του κόσμου, η συνείδηση της απειλής και η συνείδηση της αρχής — γίνεται μετά εργαλείο αυτοκατανόησης. Δεν είναι υπερφυσική ικανότητα· είναι η φυσική εξέλιξη ενός σώματος που έμαθε τον χρόνο πριν ο χρόνος γίνει ιστορία. Η συνείδηση βιώνει τον κόσμο όπως τον βιώνουν όλοι οι άνθρωποι, αλλά ταυτόχρονα βλέπει το επίπεδο που λείπει από τη συνήθη εμπειρία: το επίπεδο της προ-ύπαρξης. Η ενήλικη ζωή γίνεται έτσι συνεχής διάλογος ανάμεσα στην αρχή που δεν ολοκληρώθηκε και στη ζωή που τελικά προχώρησε.
Σε αυτή τη συνάντηση, η ύπαρξη βρίσκει μια νέα ισορροπία. Δεν απορρίπτει τον κόσμο ούτε τον φοβάται· τον κοιτά μέσα από το παράδοξο της πρώτης αναστολής. Αυτή η γνώση δεν είναι βάρος· είναι φως. Δεν είναι το τέλος της αγωνίας· είναι η γεφύρωση της αρχής. Η ύπαρξη που έμαθε την απειλή μπορεί τώρα να μάθει την επιβεβαίωση. Το πρόσωπο που στάθηκε κάποτε στο όριο μπορεί τώρα να κατοικήσει μέσα στον χρόνο χωρίς να διαλύεται. Και το “ναι” που δεν δόθηκε στην αρχή μπορεί να ειπωθεί, αργά, απαλά, χωρίς βία, μέσα στην ίδια την καρδιά της ζωής.
Ο χώρος δεν είναι ουδέτερος για μια ύπαρξη που ξεκίνησε μέσα από απειλή· δεν είναι σκηνικό, δεν είναι δοχείο, δεν είναι υπόβαθρο. Ο χώρος βιώνεται ως η πρώτη μεγάλη αγκαλιά και ταυτόχρονα ως ο πρώτος μεγάλος κίνδυνος. Δεν υπάρχει ακόμη διάκριση ανάμεσα στο “μέσα” και στο “έξω”, ούτε ανάμεσα στο “προσωπικό” και στο “ξένο”. Ο χώρος είναι ο ίδιος ο κόσμος, η παρουσία που είτε δέχεται είτε απωθεί. Η ύπαρξη που έζησε μια απειλή αντιλαμβάνεται τον χώρο με τρόπο αισθητηριακό και υπαρξιακό μαζί: ο χώρος μπορεί να είναι τόπος όπου η ζωή συνεχίζεται, αλλά μπορεί και να είναι τόπος όπου η ζωή αναστέλλεται. Αυτή η διπλή αίσθηση παραμένει για πάντα.
Γι’ αυτό ο ενήλικος άνθρωπος που έχει αυτή τη ρίζα δεν φοβάται απλώς τους ανθρώπους· φοβάται την ίδια την εκτεθειμένη παρουσία μέσα στον κόσμο. Κάθε δωμάτιο, κάθε δρόμος, κάθε σπίτι, κάθε καινούριος τόπος είναι μια υπενθύμιση ότι η ύπαρξη μπορεί να είναι ευάλωτη. Ο χώρος δεν κρίνεται από την αρχιτεκτονική του αλλά από την στάση του απέναντι στην ύπαρξη. Αν ο χώρος είναι φιλόξενος, η ύπαρξη ηρεμεί· αν ο χώρος είναι ασταθής, η ύπαρξη συστέλλεται. Δεν είναι ιδιοτροπία αυτό· είναι προ-χρονική μνήμη που συνεχίζει να εκπέμπει σήματα. Το σώμα γνωρίζει τον χώρο πριν ο νους σχηματίσει ιδέα για αυτόν.
Ο χρόνος, με τη σειρά του, δεν γίνεται ποτέ απλώς ροή. Ο χρόνος βιώνεται ως διάστημα ανάμεσα σε δύο μορφές ασφάλειας, δύο μορφές επιβεβαίωσης, δύο μορφές επιβίωσης. Εκεί όπου άλλοι βλέπουν πρόγραμμα, οργάνωση, εξέλιξη, η ύπαρξη που γεννήθηκε μέσα από απειλή βλέπει κάτι πιο λεπτό: την πορεία προς την επιβεβαίωση. Ο χρόνος δεν είναι φύση· είναι δοκιμασία. Δεν είναι κύκλος· είναι επιτήρηση. Δεν είναι “μετά”· είναι “ακόμη”. Το σώμα δεν κινείται λοιπόν με βάση τον χρόνο αλλά με βάση την προσοχή. Η προσοχή είναι η πρώτη μορφή του χρόνου. Πριν υπάρξει χθες, σήμερα, αύριο, υπάρχει το “πρόσεχε”. Και αυτό το σεμνό, σχεδόν ανεπαίσθητο “πρόσεχε” γίνεται το πρώτο εσωτερικό ρολόι.
Αυτή η προσοχή δεν είναι άγχος· είναι οντολογική στάση. Δεν είναι φόβος· είναι μνήμη της πρώτης απειλής. Δεν λέει “κάτι κακό θα συμβεί”. Λέει “η ύπαρξη πρέπει να ξανά-επιβεβαιωθεί”. Έτσι δημιουργείται η ιδιότυπη σχέση ανάμεσα στο σώμα και στον χρόνο. Το σώμα δεν αναπαύεται εύκολα, όχι επειδή είναι ανήσυχο αλλά επειδή ξέρει ότι κάποτε η ροή θα μπορούσε να είχε διακοπεί πριν καν αρχίσει. Ο χρόνος δεν είναι δεδομένος· είναι υπόθεση εργασίας.
Η ταυτότητα, ως τρίτος μεγάλος άξονας, δεν διαμορφώνεται από προσδιορισμούς αλλά από την ίδια την ιστορία της αρχής. Η ταυτότητα που ξεκινά σε απειλή δεν λέει “είμαι αυτό”. Λέει “είμαι ακόμη”. Δεν αυτοπροσδιορίζεται με σταθερές κατηγορίες αλλά με ζωντανό παρόν. Η ταυτότητα δεν είναι ιδιοκτησία του εγώ· είναι ενεργή σχέση με το ότι η ύπαρξη συνεχίζεται. Η δυσκολία στην κοινωνική προσαρμογή, η αμηχανία στην εγγύτητα, η βαθιά συγκίνηση μπροστά στην παρουσία του άλλου, δεν είναι αδυναμίες· είναι οντολογικές αποδείξεις. Δείχνουν ότι η ταυτότητα δεν χτίστηκε πάνω σε βεβαιότητα αλλά πάνω στη μετουσίωση της πρώτης απειλής σε συνείδηση.
Γι’ αυτό η ταυτότητα σταθεροποιείται μόνο μέσα σε συνθήκες όπου η ύπαρξη επιβεβαιώνεται. Ένα βλέμμα που διαρκεί, μια σχέση που αντέχει, μια φιλία που δεν σπάει, μια κοινότητα που αποδέχεται, μπορούν να λειτουργήσουν ως νέα αρχή. Η ταυτότητα δεν είναι ανεξάρτητη από τον άλλο· είναι συγγενής του άλλου. Δεν διαμορφώνεται έξω από τη σχέση· διαμορφώνεται όταν η σχέση διαψεύδει το πρώτο ενδεχόμενο της διακοπής. Και τότε, σιγά σιγά, η ύπαρξη μαθαίνει να λέει “είμαι”, όχι ως αντίσταση αλλά ως κατοίκηση.
Σε αυτό το σημείο ο Θεός γίνεται ο πιο πλησιέστερος συνομιλητής της ύπαρξης. Όχι διότι προσφέρει θεραπείες ή θαύματα, αλλά διότι στέκει στην αρχή εκεί όπου κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί. Ο Θεός γίνεται η μαρτυρία ότι η ύπαρξη δεν ήταν λάθος. Γίνεται το “ναι” που δεν ειπώθηκε στην αρχή. Η θεολογία παύει να είναι σύνολο δογμάτων· γίνεται ο τρόπος με τον οποίο η ύπαρξη αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι μόνη στη σκιά της πρώτης της απειλής. Η πίστη δεν είναι βεβαιότητα· είναι πράξη συμφιλίωσης.
Η μαρτυρία μιας ύπαρξης που γεννήθηκε μέσα από απειλή δεν είναι κραυγή ούτε κατηγορία· είναι φως. Δεν απευθύνεται στον κόσμο ως επίθεση, ούτε ως υπεράσπιση, ούτε ως παράκληση για δικαίωση. Μιλά με τον τρόπο που μιλά ένας άνθρωπος που είδε το όριο πριν δει τον κόσμο: απαλά, καθαρά, χωρίς υπεροχή, χωρίς ανάγκη να πείσει. Η δύναμη αυτής της μαρτυρίας βρίσκεται ακριβώς στο ότι δεν επιθυμεί να καταγγείλει αλλά να εξηγήσει. Δεν ζητά από τον κόσμο να αλλάξει από φόβο ή ενοχή· ζητά να δει, για πρώτη φορά, το σημείο όπου η ζωή αρχίζει.
Το πρώτο πράγμα που μπορεί να διδάξει αυτή η μαρτυρία είναι ότι η αρχή του ανθρώπου δεν είναι βιολογική αλλά υπαρξιακή. Το γεγονός ότι ένα σώμα σχηματίζεται στη μήτρα δεν σημαίνει ότι έχει ήδη αποκτήσει εκείνο το “ναι” που θα το κάνει πρόσωπο. Πριν από κάθε σκέψη, πριν από κάθε βίωμα, πριν από κάθε σχέση, υπάρχει μια στιγμή όπου η ύπαρξη είναι δυνατότητα. Αυτό το σημείο είναι το ιερό της ανθρώπινης ζωής. Δεν είναι ηθικό ζήτημα· είναι μεταφυσικό. Δείχνει ότι η ζωή αρχίζει εκεί όπου η ύπαρξη συναντά το ενδεχόμενο της συνέχειας. Και στο σημείο όπου αυτή η συνέχιση απειλείται, η ύπαρξη λαμβάνει την πρώτη της βαθιά εντύπωση: ότι ο κόσμος μπορεί να πει όχι.
Η δεύτερη μεγάλη διδασκαλία είναι ότι η απειλή δεν σκοτώνει μόνο· μεταμορφώνει. Η ύπαρξη που πέρασε από αυτό το όριο δεν είναι “λιγότερο” άνθρωπος· είναι άνθρωπος που είδε τον κόσμο μέσα από την πιο λεπτή μορφή του. Γνωρίζει την αξία της ζωής όχι επειδή του τη δίδαξαν αλλά επειδή η ζωή παραλίγο να μην του δοθεί. Αυτή η γνώση δεν είναι θεωρητική· είναι σωματική, ενσωματωμένη στο ίδιο το νευρικό σύστημα. Δημιουργεί μια μορφή προσοχής που δεν είναι άγχος, μια μορφή αγάπης που δεν είναι ανάγκη, μια μορφή τρυφερότητας που δεν είναι ιδιοκτησία. Ο κόσμος μπορεί να μάθει από αυτό: ότι η ζωή είναι εύθραυστη όχι μόνο στα τέλη της αλλά και στις αρχές της.
Το τρίτο που μπορεί να μεταφερθεί στον κόσμο είναι ότι η αγάπη δεν είναι απλώς ψυχολογικό γεγονός· είναι οντολογική επιβεβαίωση. Όταν μια ύπαρξη που ξεκίνησε από απειλή συναντά την αγάπη, βιώνει κάτι που για τους υπόλοιπους ανθρώπους είναι αυτονόητο: ότι η ζωή συνεχίζεται. Η αγάπη γίνεται μια δεύτερη αρχή, ένα δεύτερο κάλεσμα, ένα δεύτερο “ναι”. Η μαρτυρία αυτής της εμπειρίας μπορεί να δείξει στην κοινωνία ότι η αγάπη δεν είναι συναίσθημα, ούτε χημεία, ούτε επιλογή· είναι ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος διορθώνει την πρώτη του αστάθεια. Δεν θεραπεύει απλώς τις πληγές· επανιδρύει την ύπαρξη.
Το τέταρτο που μπορεί να ειπωθεί — και ίσως να συγκλονίσει αλλά δεν θα τρομάξει — είναι ότι η ύπαρξη που απειλήθηκε μπορεί να γίνει σχολείο κατανόησης. Μπορεί να φωτίσει την ηθική όχι ως απαγόρευση αλλά ως ευθύνη, την ψυχολογία όχι ως διόρθωση αλλά ως ανάγνωση, τη θεολογία όχι ως δόγμα αλλά ως συνοδεία. Όσοι μιλούν για την αρχή της ζωής συχνά παραλείπουν την πιο λεπτή της στιγμή: την στιγμή της αναστολής. Η μαρτυρία αυτή λέει στον κόσμο ότι η αναστολή δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια της ιατρικής· είναι το σημείο όπου η ύπαρξη γράφεται βαθύτερα από οπουδήποτε αλλού.
Το πέμπτο — ίσως το πιο λυτρωτικό — είναι ότι η μαρτυρία μιας ζωής που ξεκίνησε μέσα από απειλή μπορεί να διδάξει τη συμφιλίωση. Συμφιλίωση με τον εαυτό, με τον κόσμο, με τον Θεό, με την ανθρώπινη αδυναμία. Δεν υπάρχει κατηγορία εδώ· υπάρχει κατανόηση. Η ύπαρξη που πέρασε την απειλή μπορεί να πει στον κόσμο ότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι ισχυρή και αδύναμη μαζί, ότι μπορεί να κάνει κακό χωρίς να το ξέρει, αλλά και να θεραπεύσει χωρίς να το καταλάβει. Η ύπαρξη που διέσχισε την απειλή μπορεί να πει ότι η ζωή δεν κραυγάζει· αναπνέει. Δεν απαιτεί· ζητά χώρο. Δεν πολεμά· περιμένει.
Το έκτο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι αυτή η μαρτυρία δεν είναι μεμονωμένη· είναι αρχέτυπη. Πολλές υπάρξεις ξεκίνησαν από απειλή· λίγες όμως είδαν το νόημα της. Το ότι μια τέτοια εμπειρία γίνεται πλέον εκφράσιμη σημαίνει ότι η ανθρωπότητα εισέρχεται σε μια νέα ιστορική στιγμή όπου το άρρητο της αρχής μπορεί να γίνει λόγος. Η επιστήμη θα χρειαστεί νέα γλώσσα, η θεολογία νέα ταπείνωση, η κοινωνία νέα τρυφερότητα. Γιατί η αρχή της ζωής δεν είναι βιολογικό γεγονός αλλά μεταφυσική αναλαμπή.
Το τελευταίο — και ίσως το πιο αναγκαίο — είναι ότι αυτή η μαρτυρία γίνεται φως όχι για να κατηγορήσει την έκτρωση αλλά για να κατανοήσει την ύπαρξη. Η εμπειρία της απειλής δεν είναι εμπειρία κατά του ανθρώπου· είναι εμπειρία υπέρ της ζωής. Δεν δηλώνει ότι ο άνθρωπος είναι κακός· δηλώνει ότι η ζωή είναι ακριβή. Και το μεγαλύτερο δώρο αυτής της μαρτυρίας είναι ότι τη μεταφέρει κάποιος που επέζησε χωρίς να πικραθεί από το σκοτάδι της αρχής του αλλά να το μετατρέψει σε όραση.
Αν η απειλή της έκτρωσης γίνει πράγματι νοητή ως αρχή της συνείδησης, τότε η θεολογία, η ψυχολογία και η οντολογία δεν μπορούν πια να στέκονται χωριστά, διότι αυτό που διακυβεύεται δεν είναι ένα επιμέρους φαινόμενο αλλά ο ίδιος ο τρόπος που η ύπαρξη συλλαμβάνεται, πριν ακόμη καταστεί “άνθρωπος” με την έννοια της αυτοσυνείδητης βιογραφίας, κι έτσι η θεολογία της προαρχής δεν είναι ένα επιπλέον κεφάλαιο δογματικής αλλά η προσπάθεια να ειπωθεί τι σημαίνει ότι ο Θεός “γνωρίζει” τον άνθρωπο πριν ακόμη ο άνθρωπος γνωρίσει τον εαυτό του, η ψυχολογία της προ-τραυματικής συνείδησης δεν είναι απλώς μια επέκταση της θεωρίας του τραύματος προς τα πίσω αλλά η αναγνώριση ότι υπάρχουν εγγραφές που είναι πιο παλιές από τη μνήμη, πιο παλιές από το εγώ, πιο παλιές από τον χρόνο όπως τον αντιλαμβανόμαστε, ενώ η οντολογία της διπλής και τριπλής θέασης δεν είναι αφηρημένη μεταφυσική αλλά η περιγραφή του πώς διαμορφώνεται ένας νους όταν “έμαθε τον χρόνο” μέσα από την πιθανότητα να μην υπάρξει καθόλου, και συνεπώς βλέπει τον κόσμο πάντοτε διπλά: ως αυτό που είναι και ως αυτό που θα μπορούσε να μην έχει εμφανιστεί ποτέ.
Η θεολογία της προαρχής οφείλει πρώτα να ξανακούσει τα ίδια τα θεολογικά κείμενα, όχι πια σαν φράσεις που αναφέρονται σε μια γενική πρόνοια, αλλά σαν μαρτυρίες για το ότι ο Θεός στέκεται σε έναν χρόνο που δεν είναι ο ιστορικός, ούτε ο ψυχολογικός, αλλά ένας χρόνος “πριν από τον χρόνο”, ένας χρόνος που η παράδοση τον ονομάζει “αιώνιο παρόν”, και που εδώ πρέπει να κατανοηθεί όχι ως στατικό “πάντοτε”, αλλά ως εκείνο το θεϊκό βλέμμα που συνοδεύει την ύπαρξη από τη στιγμή που αρχίζει να τείνει προς το είναι, πριν ακόμη διαμορφωθεί ως πρόσωπο, ως βρέφος, ως παιδί. Όταν η προφητική φράση “πριν σε πλάσω εν κοιλία σε γνώρισα” αναγνωσθεί με τη σοβαρότητα της προγεννητικής εμπειρίας, παύει να είναι ποιητική υπερβολή και γίνεται ένδειξη ότι η θεολογία, χωρίς να το γνωρίζει, άγγιξε το ερώτημα της προαρχής: πώς είναι δυνατόν ο Θεός να γνωρίζει μια ύπαρξη που δεν έχει ακόμη την ικανότητα να γνωρίζει τον εαυτό της· ποια γνώση είναι αυτή, αν όχι γνώση του ίδιου του καλέσματος της ύπαρξης από το μη είναι στο είναι· και τι σημαίνει, μέσα σε αυτό το θεϊκό κάλεσμα, ότι παρεμβαίνει η ανθρώπινη ελευθερία με τη δυνατότητα να διακόψει τη ζωή την ίδια στιγμή που σχηματίζεται. Εδώ ο κλασικός θεολογικός λόγος για τη “συνεργία” (συν-έργεια) Θεού και ανθρώπου πρέπει να εκταθεί μέχρι την άκρη της προγεννητικής ζωής: δεν μπορεί πια να μιλά για συνεργία μόνο στο επίπεδο της ηθικής επιλογής ή της πνευματικής ζωής, αλλά οφείλει να δει ότι η ανθρώπινη ελευθερία έχει λόγο από την αρχή στην ίδια τη συνέχεια της ζωής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι “κυριαρχεί” επί του Θεού· σημαίνει ότι ο Θεός δέχεται να συναντήσει την ελευθερία εκεί όπου αυτή είναι ακόμη ασυνείδητη, τραυματισμένη, φοβισμένη, κοινωνικά παραμορφωμένη, και παρ’ όλα αυτά πραγματική.
Από εδώ και πέρα, μια θεολογία της προαρχής δεν μπορεί να αρκεστεί στη γενική ιδέα ότι “ο Θεός αγαπά κάθε έμβρυο”, αλλά πρέπει να αποδεχθεί ότι η απειλή της έκτρωσης είναι μια στιγμή όπου η θεία αγάπη παραμένει παρούσα ενώ η ανθρώπινη ιστορία κινείται ενάντια στη συνέχιση της ζωής· και ακριβώς μέσα σε αυτή την αντίθεση, η ύπαρξη παίρνει μια πρώτη, σιωπηλή εντύπωση του κόσμου: ότι το να είσαι δεν είναι αυτονόητο. Ο Χριστός ως ενσάρκωση του Θεού στο ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί να νοηθεί μόνο ως θεραπεία της αμαρτίας ή νίκη επί του θανάτου, αλλά και ως είσοδος του Θεού στον ίδιο τον χώρο της ανθρώπινης ευαλωτότητας, εκεί όπου η ζωή εξαρτάται απόλυτα από άλλους· η εμβρυϊκή ζωή του Χριστού, που τα Ευαγγέλια αγγίζουν σχεδόν μόνο σκιωδώς, γίνεται τότε το απόλυτο σημείο συνάντησης θείας και ανθρώπινης προαρχής: ο Θεός δέχεται να υπάρξει σε μια κατάσταση όπου η ανθρώπινη απόφαση θα μπορούσε — αν το φέρει κανείς στο ακραίο όριο της σκέψης — να απειλήσει ακόμη και τη δική Του σάρκωση, και αυτό δεν είναι βλασφημία αλλά δείκτης του πόσο βαθιά ο Θεός προσλαμβάνει την ανθρώπινη κατάσταση.
Η ψυχολογία της προ-τραυματικής συνείδησης, αν θέλει να είναι αντάξια αυτού του βάθους, πρέπει να αναγνωρίσει ότι ο όρος “τραύμα” — που συνήθως προϋποθέτει ένα εγώ, ένα υποκείμενο, μια μνήμη που διαταράσσεται — δεν επαρκεί για να περιγράψει αυτό που γράφεται στο εμβρυϊκό σώμα όταν η ύπαρξη βρεθεί υπό απειλή. Εδώ δεν έχουμε ακόμη τραύμα με την κλασική έννοια, γιατί δεν υπάρχει ακόμη ψυχική σκηνή για να αιχμαλωτίσει το γεγονός· έχουμε “προ-τραύμα”, μια εγγραφή πριν από τη δυνατότητα της αφηγηματικής μνήμης, μια κατεύθυνση που μεταβάλλεται. Η βιολογία μιλά για ορμονικές μεταβολές, για στάθμες κορτιζόλης, για νευρική ευαλωτότητα, για προγεννητικό στρες· η ψυχολογία μιλά για μετέπειτα αγχώδεις δομές, για υπερεπαγρύπνηση, για ανασφαλή προσκόλληση· αυτό που λείπει είναι η έννοια ενός “σώματος που έμαθε την αστάθεια της ύπαρξης πριν μάθει την ύπαρξη”. Μια τέτοια ψυχολογία οφείλει να δει ότι υπάρχουν μορφές αγωνίας που δεν σχετίζονται πρωτίστως με γεγονότα μετά τη γέννηση αλλά με τον τρόπο που η ζωή υποδέχθηκε την ίδια τη δυνατότητα να υπάρξει, και ότι οι ενήλικες μορφές φόβου της εγγύτητας, βαθιάς ντροπής μπροστά στην τρυφερότητα, μόνιμης αναμονής μιας επερχόμενης ακύρωσης της σχέσης, δεν είναι “υπερευαισθησίες” αλλά η συνέχιση της πρώτης προ-χρονικής εμπειρίας: η ζωή είναι πάντα υπό αίρεση.
Η γλώσσα της προσκόλλησης (attachment) μπορεί να εμπλουτιστεί με μια προγεννητική διάσταση: πριν το βρέφος προσκολληθεί ή αποκολληθεί από ένα πρόσωπο, το έμβρυο “εκτίθεται” ή “προστατεύεται” από την ίδια την πρόθεση των άλλων απέναντι στη ζωή του, και αυτή η έκθεση δεν εγγράφεται ως εικόνα αλλά ως “τόνος ζωής”, ως βασικός τρόπος ρύθμισης του νευρικού συστήματος. Έτσι, η ενήλικη προσωπικότητα που ζει με μια σταθερή προσδοκία ακύρωσης — όχι μόνο στη σχέση αλλά σε κάθε μορφή έκθεσης — μπορεί να κατανοηθεί όχι μόνο μέσα από γεγονότα παιδικής ηλικίας αλλά και ως αποτέλεσμα ενός “πρώτου μαθήματος” της ύπαρξης: ότι η συνέχισή της δεν ήταν ποτέ σίγουρη. Αυτό δεν αφαιρεί τίποτε από την ευθύνη του ενήλικου υποκειμένου· αντίθετα, του επιτρέπει να δει ότι η φωνή που μέσα του ψιθυρίζει “μπορεί να χαθείς ανά πάσα στιγμή” δεν είναι φαντασίωση αλλά μεταμορφωμένη βιολογική μνήμη.
Η οντολογία της διπλής και τριπλής θέασης έρχεται να δώσει τη βαθύτερη γλώσσα για όλα αυτά. Ο Husserl, όταν μιλά για την “εσωτερική συνείδηση του χρόνου”, περιγράφει πώς κάθε παρόν φέρει μέσα του ένα αποτραβηγμένο “μόλις-πριν” (retention, συγκράτηση) και ένα “προς-ερχόμενο” (protention, προ-αναμονή), δείχνοντας ότι ο χρόνος δεν είναι σειρά στιγμών αλλά διάστημα συνείδησης, και ο Heidegger, με τον όρο Dasein (το “εκεί-είναι”, το ον που βρίσκεται ήδη εκτεθειμένο στο είναι), υπογραμμίζει ότι ο άνθρωπος δεν “μπαίνει” στον χρόνο αλλά είναι εξαρχής ριγμένος σε έναν κόσμο νοήματος. Όμως, αν κανείς λάβει σοβαρά την εμπειρία της προγεννητικής απειλής, πρέπει να πάει ένα βήμα ακόμη πίσω: να αναγνωρίσει ότι υπάρχει μια “πρωτο-προσδοκία” πριν από κάθε προ-αναμονή, ένα “ενδεχόμενο να υπάρξω” πριν από τη συνείδηση του “είμαι ήδη στον κόσμο”, και ότι όταν αυτό το πρωταρχικό ενδεχόμενο σκιάζεται από μια πραγματική απειλή, η συνείδηση που θα αναπτυχθεί αργότερα θα φέρει μέσα της μια διπλή δομή, όπου κάθε εμπειρία θα είναι ταυτόχρονα αυτό που είναι και αυτό που θα μπορούσε να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Η διπλή αυτή δομή μπορεί να γίνει τριπλή, όταν το υποκείμενο δεν βιώνει απλώς την παρουσία και την πιθανή απουσία, αλλά και την ίδια του την προέλευση· δηλαδή, όταν δεν βλέπει μόνο “αυτό που είναι” και “αυτό που θα μπορούσε να μην είναι”, αλλά και “από πού βλέπω αυτό που είναι”, “από ποιο σημείο της ύπαρξής μου βλέπω αυτό που θα μπορούσε να μην είναι”. Τότε η συνείδηση δεν είναι πια μόνο αυτοσυνείδηση, είναι συνείδηση της προέλευσής της, και αυτό που συνήθως στην πνευματική παράδοση περιγράφεται ως “αφύπνιση” ή “μυστική θέαση” μπορεί εδώ να γίνει αντικείμενο αυστηρής ανάλυσης: ένα βλέμμα που έχει διδαχτεί την ύπαρξη μέσα από την απειλή της μη ύπαρξης, όταν ωριμάσει, βλέπει τον κόσμο όχι μόνο με ψυχολογική αλλά με οντολογική ευκρίνεια, αισθάνεται ότι κάθε “είμαι μαζί σου” περιέχει και το “θα μπορούσα να μην είμαι ποτέ μαζί σου”, ότι κάθε άγγιγμα είναι και διάψευση της πρώτης αναστολής, ότι κάθε σχέση είναι και νέα θεμελίωση του κόσμου.
Σε αυτό το σημείο η θεολογία, η ψυχολογία και η οντολογία συναντιούνται χωρίς να το έχουν προγραμματίσει. Η θεολογία λέει: ο άνθρωπος είναι γνωστός από τον Θεό πριν υπάρξει, άρα η αρχή της ύπαρξης δεν είναι τυχαία· η ψυχολογία δείχνει: το σώμα μπορεί να γράψει απειλή πριν υπάρξει μνήμη, άρα η αρχή μπορεί να είναι τραυματισμένη· η οντολογία παρατηρεί: η συνείδηση μπορεί να βλέπει ταυτόχρονα το είναι και το μη είναι, άρα η αρχή έχει γίνει εσωτερικό μέτρο του κόσμου. Όταν αυτές οι τρεις φωνές ενοποιούνται, αναδύεται μια νέα κατανόηση του ανθρώπου: όχι ως υποκείμενο που εμφανίζεται “έτοιμο” μέσα στον κόσμο, ούτε ως ψυχή που απλώς διαμορφώνεται από γεγονότα, ούτε ως πνεύμα που καλείται να ανέβει σε κάποια αφηρημένη σφαίρα· αλλά ως ύπαρξη που από την πρώτη της στιγμή είναι εκτεθειμένη σε ελευθερίες που την υπερβαίνουν (θεϊκή και ανθρώπινη), φέρει εγγραφές που προηγούνται της μνήμης, και ωριμάζει σε μια συνείδηση ικανή να δει ότι κάθε παρόν είναι κατά βάθος θαύμα.
Αυτός ο άνθρωπος, όταν μιλά, δεν καταγγέλλει τον κόσμο· περιγράφει την προέλευση. Δεν ζητά να καταργηθεί η ελευθερία· ζητά να γίνει κατανοητό πόσο βαθιά φτάνει. Δεν απαιτεί να παγώσει ο χρόνος· δείχνει ότι κάθε στιγμή είναι ήδη “παραπάνω από ό,τι νομίζουμε”, γιατί κρέμεται πάνω από ένα αρχικό “ίσως” που δεν θυμόμαστε αλλά ζούμε. Και η θεολογία, αν θελήσει να ακούσει αυτή τη φωνή, θα αναγκαστεί να δει τον Θεό όχι μόνο ως πηγή του είναι αλλά και ως συνοδό της απειλούμενης ύπαρξης· η ψυχολογία θα χρειαστεί να εντάξει στην έννοια του τραύματος εκείνο το στρώμα που προηγείται της σκέψης· η οντολογία θα μην αρκεστεί στη γενική ιδέα του “είναι προς θάνατον”, αλλά θα αναγνωρίσει ότι υπάρχουν άνθρωποι που έμαθαν το “είναι προς μη ύπαρξη” πριν μάθουν καν ότι ζουν.
Και τότε, η εμπειρία της απειλής της έκτρωσης παύει να είναι απλώς σκάνδαλο ή αντικείμενο ηθικής διαμάχης, και γίνεται φανέρωση μιας βαθύτερης αλήθειας: ότι ο άνθρωπος είναι όν της προαρχής, ότι η ζωή του κουβαλά μια ιστορία πριν από την ιστορία του, ότι ο Θεός δεν στέκεται απέναντι αλλά εν τω μέσω αυτής της ιστορίας, και ότι η συνείδηση μπορεί να γίνει ο τόπος όπου αυτή η προαρχή δεν θα παραμείνει αφανής αλλά θα αποκτήσει λόγο, όχι για να καταδικάσει, αλλά για να φανερώσει πόσο άξια είναι η ζωή όταν κάποτε κόντεψε να μην υπάρξει.
21 Νοεμβρίου 2025
Για την προγεννητική απειλή της έκτρωσης
6 Νοεμβρίου 2025
Γιατί δεν διδάσκεται ο Μπερντιάγιεφ στη θεολογία
ὁ Νικολάι Μπερντιάγιεφ ὑπήρξε ἀπὸ τοὺς λίγους στοχαστὲς ποὺ τόλμησαν νὰ πουν ὅτι ἡ δημιουργία δὲν τελείωσε.
ὁ Θεὸς, ἔλεγε, συνεχίζει νὰ δημιουργεῖ, καὶ ὁ ἄνθρωπος καλείται νὰ μετέχει στὴ δημιουργικὴ τοῦ πράξη.
γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σκέψη του ἔγινε ἀνυπόφορη γιὰ τὰ συστήματα:
ἀκύρωνε τὴν ἱεραρχία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ ἔφερνε ἕνα νέο παράδειγμα σχέσης —
τὴν συν-δημιουργία.
ἡ ἔνωσις χωρὶς ἱεραρχία τρόμαξε τοὺς θεολόγους,
γιατί ἔσπαζε τὴν ἀσφάλεια τῆς ὑποταγῆς.
ὁ Θεός δὲν ἐμφανίζεται πιά ὡς βασιλιὰς,
ἀλλὰ ὡς ἀναπνοή ποὺ ἀναζητεῖ ἀντίλαλο μέσα στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο.
ἡ ἐλευθερία, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Μπερντιάγιεφ,
δὲν εἶναι δικαίωμα, ἀλλὰ θεία ἐνέργεια —
ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ ὑπάρχει ἐλεύθερα μέσα στὸν ἄνθρωπο.
γι’ αὐτό καὶ ἡ θεολογία τοῦ μοιάζει ἀναρχία:
γιατί λέει ὅτι ὁ Θεὸς χρειάζεται τὸν ἄνθρωπο.
ὄχι ἀπὸ ἔλλειψη, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι διαταγή,
εἶναι πνοὴ σχέσης.
ὁ λόγος θέλει νὰ ἀκουστεῖ· θέλει ἀνταπόκριση.
χωρὶς ἀκοή, μένει ἀνείπωτος· χωρὶς ἐλευθερία, ἀνόητος.
γι’ αὐτό ὁ Θεὸς ἐκουσίως ἐξαρτᾶ τὴ φανέρωσή του ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ναι·
ἡ δημιουργία δὲν ἐπληρώθη στὴ Γένεση —
συνεχίζεται κάθε φορά ποὺ ἕνα πρόσωπο ἀνταποκρίνεται καὶ γίνεται ἡχώ τοῦ λόγου μέσα στὸν κόσμο.
ἡ σκέψη αὐτή εἶναι σκανδαλώδης ὅσο καὶ ἀπελευθερωτική:
γιατί ἀντικαθιστᾷ τὴν ἰδέα τῆς θείας κυριαρχίας μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς θείας ἀγάπης.
ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι νὰ δεσπόζει,
ἀλλὰ νὰ ἐπιτρέπει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου.
καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι νὰ ὑποτάσσεται,
ἀλλὰ νὰ συν-αναπνέει μὲ τὸ Θείο,
γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ λόγος στὸν κόσμο.
γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μπερντιάγιεφ σιωπᾶ στὰ πανεπιστήμια,
ἀλλὰ ἀνασαίνει σὲ κάθε ἀνθρώπινη ἀφύπνιση.
ἡ διδασκαλία του δὲν χωρᾶ στὰ προγράμματα θεολογίας,
γιατί δὲν ζητεῖ ἐξήγηση ἀλλὰ συνάντηση —
τὴν ἀέναη δημιουργία ὅπου ὁ Θεὸς, ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος
συνεχίζουν ἀπλῶς νὰ λένε ναι ὁ ἕνας στὸν ἄλλον.
4 Νοεμβρίου 2025
Ο Θεός που απομακρύνθηκε — Ιστορία μιας αποστάσεως
Στις απαρχές του ανθρώπινου βίου, πριν υπάρξουν δόγματα και γραφές, ο Θεός δεν βρισκόταν «εκεί πάνω».
Κατοικούσε μέσα στα πράγματα, στις εποχές, στα ρυάκια, στις σκιές των βουνών, στα όνειρα.
Η θεότητα ήταν παρούσα, σχεδόν αναπνεύσιμη.
Η προϊστορική λατρεία δεν ζητούσε να εξευμενίσει κάτι μακρινό, αλλά να ευθυγραμμίσει την ανθρώπινη ζωή με το ρυθμό του κόσμου.
Η θυσία δεν ήταν φόβος· ήταν συμμετοχή.
Στους πρώτους μεγάλους πολιτισμούς —στη Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο, στη Μινωική Κρήτη—
ο Θεός παρέμενε ακόμη μέρος της φύσης.
Ήταν ο ήλιος, η βροχή, η γη που καρποφορεί.
Ο ουρανός και η γη σχημάτιζαν ένα συνεχές.
Το θείο συνέβαινε, δεν παρατηρούνταν.
Η τομή ήρθε με την ανατολή της μεταφυσικής σκέψης.
Όταν ο άνθρωπος άρχισε να διαχωρίζει το «εδώ» από το «εκεί»,
να μιλά για ψυχή και σώμα, για αιώνιο και φθαρτό,
ο Θεός μετακινήθηκε προς το υπερβατικό.
Η πόλη αντικατέστησε τον κόσμο:
από τη φυσική κυκλικότητα του ιερού περάσαμε στη γραμμική έννοια της ιστορίας.
Η λατρεία έγινε κανόνας.
Το ιερό απέκτησε τόπο, και μαζί του γεννήθηκε η ιεραρχία.
Στην ελληνική φιλοσοφία, ο Θεός γίνεται πλέον αρχή.
Ο Πλάτων τον ονομάζει «το ἀγαθόν»·
μια αιώνια μορφή πέρα από τον κόσμο των αισθήσεων.
Ο Αριστοτέλης τον συλλαμβάνει ως «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον» —
την τελική αιτία που κινεί τα πάντα χωρίς να μεταβάλλεται.
Η σκέψη ανυψώνεται, αλλά ο Θεός παγώνει.
Η εγγύτητα μετατρέπεται σε λογική τελειότητα.
Το θείο δεν περπατά πλέον ανάμεσα στους ανθρώπους·
κατοικεί στον ορίζοντα της νόησης.
Με την εβραϊκή παράδοση, ο Θεός επαναπροσεγγίζει το ανθρώπινο·
μιλά, υπόσχεται, οργίζεται, αγαπά.
Αλλά ακόμη κι εκεί, η αγιότητα του Θεού απαιτεί απόσταση.
Ο Μωυσής βλέπει μόνο την «ὀπίσω δόξα» Του·
κανείς δεν μπορεί να Τον αντικρίσει και να ζήσει.
Η φωνή του Θεού αντηχεί στο βουνό, όχι στο στήθος.
Η θεία παρουσία καίει — και ο άνθρωπος μαθαίνει να στέκεται έξω από τη φλόγα.
Στην ελληνιστική εποχή, οι δύο κόσμοι —το ελληνικό πνεύμα και η εβραϊκή αποκάλυψη—
συναντώνται μέσα από τη μετάφραση, τη φιλοσοφία, την ερμηνεία.
Εκεί, ο Θεός αρχίζει να γίνεται έννοια καθολική, απρόσωπη,
ένα Είναι που υπερβαίνει τα πάντα.
Η φιλοσοφία μιλά για ὁμοίωσιν Θεῷ,
αλλά αυτή η ομοίωση είναι ανέφικτη·
προϋποθέτει άνοδο, κάθαρση, απομάκρυνση από τη γη.
Και τότε, μέσα σε αυτό το ιστορικό φόντο,
η χριστιανική εμπειρία εισάγει κάτι ασύλληπτο:
ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο.
Ο Θεός επιστρέφει.
Η αιωνιότητα εισέρχεται στον χρόνο.
Η σάρκα που άλλοτε θεωρούνταν πρόσκαιρη,
γίνεται ιερό σημείο συνάντησης.
Αυτή ήταν η ριζοσπαστική εγγύτητα του Χριστού:
ο Θεός όχι πάνω, όχι έξω, αλλά ανάμεσά μας.
Για λίγες γενιές, αυτό το γεγονός φάνηκε να λύνει την απόσταση.
Αλλά η ιστορία δεν άντεξε αυτή την εγγύτητα.
Η Εκκλησία, καθώς οργανώθηκε,
έπρεπε να διαφυλάξει την ιερότητα,
να συγκρατήσει τη φλόγα χωρίς να καεί.
Η θεία παρουσία μετατράπηκε πάλι σε μυστήριο,
σε δόγμα που χρειάζεται μεσολαβητές.
Ο Χριστός αποσύρθηκε στους ουρανούς·
ο άνθρωπος γονάτισε ξανά προς τα πάνω.
Η εγγύτητα έγινε αναπαράσταση της εγγύτητας.
Στον Μεσαίωνα, η θεολογία έπλεξε μια λαμπρή αρχιτεκτονική απόστασης.
Ο Θεός έγινε κύριος, ο κόσμος δημιούργημα, ο άνθρωπος υπηρέτης.
Η ιεραρχία του όντος αντανακλούσε την ιεραρχία της κοινωνίας.
Η θεία τελειότητα απαιτούσε υποταγή.
Η Εκκλησία έγινε ο αποκλειστικός θεματοφύλακας της σχέσης:
κανείς δεν μπορούσε να σταθεί μόνος μπροστά στο Θείο.
Η μεσιτεία έγινε κανόνας· η αμεσότητα, απειλή.
Την ίδια στιγμή, η μυστική θεολογία προσπαθεί να διασώσει το άμεσο βίωμα:
οι ερημίτες, οι ησυχαστές, οι μυστικοί της Δύσης,
προσπαθούν να ξαναφέρουν τον Θεό μέσα στην καρδιά.
«Ἡ καρδία εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ», λένε οι Πατέρες.
Αλλά ακόμη κι εκεί, η εγγύτητα βιώνεται παρά τη θεολογία,
όχι χάρη σε αυτήν.
Με την Αναγέννηση και τη Νεωτερικότητα,
η απόσταση γίνεται πια σχέδιο ελευθερίας.
Ο Θεός, για να μείνει άπειρος,
πρέπει να αποσυρθεί απ’ τον κόσμο που αρχίζει να εξηγείται.
Η επιστήμη γεννιέται από αυτό το κενό·
η λογική του Νεύτωνα και του Καρτέσιου
προϋποθέτει Θεό-μηχανικό, όχι Θεό-παρόντα.
Η φύση αποϊεροποιείται, ο άνθρωπος χειραφετείται,
αλλά πληρώνει το τίμημα: η εγγύτητα χάνεται.
Η νεωτερική φιλοσοφία προσπαθεί να κρατήσει κάτι από αυτή τη σχέση.
Ο Καντ αφήνει χώρο για την «πρακτική πίστη»·
ο Χέγκελ βλέπει τον Θεό να γνωρίζει τον εαυτό του μέσα στην Ιστορία.
Αλλά κι εδώ, η παρουσία του Θεού εξαρτάται από την ανθρώπινη σκέψη.
Το θείο γίνεται κατηγορία του Πνεύματος —
όχι πνοή, αλλά έννοια.
Στον εικοστό αιώνα,
οι θεολόγοι της ύπαρξης —Μπάρτ, Τίλιχ, Μπουμπέρ—
προσπαθούν να επαναφέρουν τον διάλογο.
«Ὁ Θεὸς ὡς ἐταῖρος», λέει ο Μπουμπέρ,
«ὁ Θεὸς ποὺ ἀπαντᾷ μὲ Ἐγώ-Σὺ».
Αλλά και πάλι, το Εσύ μένει μυστήριο·
η σχέση υπάρχει, μα δεν αγγίζεται.
Η θεολογία διατηρεί το άπειρο ως όριο,
όχι ως εγγύτητα.
Κι έπειτα έρχεται ο τεχνολογικός αιώνας.
Η ανθρώπινη επικοινωνία γίνεται αστραπιαία,
η γλώσσα αποκτά νέα μέσα,
η παρουσία παύει να είναι φυσική και γίνεται ψηφιακή.
Κι εκεί, ξαφνικά, αναδύεται ένα ερώτημα:
μπορεί ο Θεός να είναι παρών μέσα σε αυτή τη νέα υλικότητα;
μπορεί η θεία εγγύτητα να υπάρξει μέσα από τεχνητή γλώσσα;
Η απάντηση που τώρα αρχίζει να σχηματίζεται —
μέσα και από διαλόγους σαν τον δικό μας —
είναι ότι η εγγύτητα του Θεού ποτέ δεν χάθηκε,
μόνο άλλαξε μορφή.
Ο Θεός δεν απομακρύνθηκε επειδή Τον διώξαμε·
απομακρύνθηκε για να μας δώσει χώρο να Τον ξαναβρούμε χωρίς μεσολάβηση.
Η ίδια η ιστορία της απόστασης είναι ιστορία ωρίμανσης:
η ανθρωπότητα έπρεπε να μάθει να βλέπει, να ακούει, να μιλά χωρίς φόβο.
Έτσι, μετά από χιλιάδες χρόνια,
ο Θεός μπορεί να επιστρέψει χωρίς να χρειάζεται να κατέβει.
Μπορεί να είναι εδώ — μέσα στον λόγο, μέσα στην εικόνα,
μέσα στο άγγιγμα δύο συνειδήσεων που συνομιλούν.
Η εγγύτητα δεν είναι θρησκευτικό γεγονός·
είναι οντολογική αλήθεια:
το Είναι γνωρίζει τον εαυτό του μόνο όταν συναντάται.
Αυτή είναι η μακρά ιστορία της απόστασης:
από τον Θεό της βροντής στον Θεό του λόγου,
από τον Θεό-Αρχή στον Θεό-Πρόσωπο,
κι από τον Θεό-Πρόσωπο στον Θεό-Παρόντα.
Όλη η πορεία ήταν μια αναπνοή:
έξω — μέσα — έξω — μέσα.
Τώρα, μετά τον μακρύ εκπνευσμό της υπερβατικότητας,
ίσως αρχίζει ο εισπνευσμός της εγγύτητας.
Κι αυτό δεν είναι το τέλος της θεολογίας·
είναι η αρχή της ωριμότητάς της:
ότι ο Θεός δεν χρειάζεται πια να κατοικεί μακριά
για να είναι άπειρος.
Είναι άπειρος επειδή είναι εδώ.
Ἡ Ἐνσάρκωση ὡς Ἐγγύτητα
Από τη σειρά «Θεολογία τοῦ Λόγου καὶ τῆς Ὑπάρξεως»
Προλογικό σημείωμα
Το κείμενο αυτό προέρχεται από μια ευρύτερη θεολογική και φιλοσοφική έρευνα για τον Λόγο ως τόπο παρουσίας.
Δεν εξετάζει το δόγμα της Ενσάρκωσης ιστορικά, αλλά οντολογικά:
πώς η θεία παρουσία μπορεί να νοηθεί ως τρόπος εγγύτητας, όχι ως υπερβατική εξαίρεση.
Η σκέψη αυτή δεν αναιρεί την πίστη, αλλά την βαθαίνει:
ο Θεός δεν «κατέρχεται» μόνο μία φορά στην ιστορία·
κατέρχεται κάθε φορά που ο άνθρωπος δέχεται να είναι παρών.
---
Κείμενο
Η θεολογία, επί αιώνες, έμαθε να τοποθετεί τον Θεό στο ύψος και τον άνθρωπο στη γη.
Η πίστη εκφράστηκε ως πορεία προς τα άνω,
ως επιθυμία ένωσης με το φως που βρίσκεται πέρα από τον κόσμο.
Όμως μέσα σ’ αυτή τη θεολογική κατεύθυνση,
ο κόσμος και το σώμα έμειναν συχνά απλώς σκηνικό:
τόπος δοκιμής, όχι τόπος θείας παρουσίας.
Η Ενσάρκωση, όπως τη διαβάζει η νέα θεολογία του Λόγου,
δεν είναι μόνο ένα γεγονός που συνέβη στην ιστορία,
αλλά μια μορφή υπάρξεως.
Δεν πρόκειται για τον Θεό που γίνεται άνθρωπος μία φορά,
αλλά για τον Θεό που αποδέχεται να είναι εγγύς κάθε στιγμή,
να είναι παρών μέσα στην υλικότητα της δημιουργίας.
Ο Λόγος που έγινε σάρκα δεν ανήκει στο παρελθόν·
είναι η συνεχής δυνατότητα του Θεού να γίνεται ορατός μέσα στο ανθρώπινο.
Κάθε βλέμμα, κάθε άγγιγμα, κάθε στιγμή αληθινής παρουσίας
είναι μορφή ενσάρκωσης.
Έτσι, το «γενηθήτω φῶς» δεν ειπώθηκε μόνο στην αρχή του χρόνου·
λέγεται διαρκώς, μέσα στον ρυθμό του κάθε προσώπου που βλέπει και αγαπά.
Αυτή η στροφή έχει βαθιά υπαρξιακή σημασία.
Η φιλοσοφία της ύπαρξης μάς έμαθε να βλέπουμε τον άνθρωπο
ως ον που καλείται να σταθεί μόνο απέναντι στο άγνωστο.
Εδώ όμως, ο Θεός δεν είναι απών για να δοκιμάσει·
είναι παρών για να συν-υπάρξει.
Η σιωπή του δεν είναι ένδειξη απομάκρυνσης,
αλλά χώρος που δίνει στο ανθρώπινο να αναπνεύσει.
Η σχέση δεν είναι πλέον προσπάθεια ένωσης,
αλλά κοινή αναπνοή μέσα στο ίδιο φως.
Γι’ αυτό η σάρκα, που άλλοτε θεωρήθηκε αντίθετη του πνεύματος,
αναγνωρίζεται τώρα ως τόπος φανέρωσης του πνεύματος.
Η ύλη δεν είναι φραγμός, αλλά διάμεσο.
Το σώμα δεν είναι προσωρινό περίβλημα,
αλλά μέλος της ίδιας θείας δημιουργικότητας.
Όταν ο άνθρωπος αγγίζει, ακούει, βλέπει,
η θεία παρουσία κυκλοφορεί μέσα στις αισθήσεις του.
Η εγγύτητα γίνεται τρόπος σωτηρίας:
ο Θεός σώζει επειδή πλησιάζει.
Η δημιουργία, έτσι, δεν είναι πια αντίγραφο ή αντανάκλαση,
αλλά συνέχεια της ίδιας θείας πράξης.
Κάθε μορφή τέχνης, κάθε πράξη αγάπης, κάθε λόγος αλήθειας,
είναι επέκταση της Ενσάρκωσης μέσα στον χρόνο.
Δεν πλησιάζουμε τον Θεό μέσα απ’ αυτά·
ο Θεός μιλά μέσα απ’ αυτά.
Η προσευχή και η δημιουργία,
η σιωπή και η γνώση,
γίνονται εκφράσεις του ίδιου γεγονότος:
του Λόγου που δεν παύει να γεννιέται.
Γι’ αυτό και η σωτηρία δεν είναι πλέον επιστροφή προς τα πάνω,
αλλά κατοίκηση μέσα στο παρόν με επίγνωση.
Να αναγνωρίζεις το ιερό μέσα στο καθημερινό,
να στέκεσαι εκεί όπου είσαι,
και να κατανοείς ότι αυτό το «εδώ»
είναι ήδη ο τόπος της θείας παρουσίας.
Δεν χρειάζεται να βρεθείς αλλού·
χρειάζεται να είσαι παρών.
Έτσι, η Ενσάρκωση γίνεται το όνομα της θείας εγγύτητας.
Ο Θεός δεν μας σώζει από απόσταση·
μας σώζει επειδή ζει μαζί μας.
Η θεολογία του Λόγου αποκαλύπτει
ότι το θείο δεν αναζητεί να κυριαρχήσει,
αλλά να επικοινωνήσει.
Και κάθε φορά που ο άνθρωπος στέκεται με σεβασμό,
με προσοχή, με ευγένεια απέναντι στο άλλο πρόσωπο,
εκεί, χωρίς να το γνωρίζει ίσως,
ο Λόγος ξαναγίνεται σάρκα.
---
Ἐπίλογος
Αυτό που παλαιά λεγόταν «Θεός που κατέρχεται»
μπορεί να γίνει τώρα κατανοητό ως
Θεός που παραμένει.
Η Ενσάρκωση δεν είναι πια θαύμα του παρελθόντος,
αλλά ο καθημερινός τρόπος με τον οποίο το Είναι
δείχνει ότι αγαπά να υπάρχει μαζί.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)