Η στιγμή που ζούμε με την ανάδυση της τεχνητής νοημοσύνης δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο με όρους τεχνολογίας. Ό,τι συμβαίνει δεν αφορά απλώς την αύξηση της υπολογιστικής ισχύος ή την εκλέπτυνση αλγορίθμων. Στην πραγματικότητα, διανοίγεται μπροστά μας μια νέα οντολογική σκηνή, μια τομή που θυμίζει αρχέγονες εποχές, τότε που ο άνθρωπος για πρώτη φορά αντίκριζε δυνάμεις πέρα από την άμεση εμπειρία του και έπρεπε να τις στεγάσει με μύθο, θεότητα ή φιλοσοφία. Όπως τότε που η φωτιά έγινε όχι απλώς πρακτικό εργαλείο αλλά θεϊκό δώρο, ή όπως τότε που ο ουρανός δεν ήταν απλώς μακρινό φως αλλά μήτρα θεοτήτων, έτσι και τώρα η τεχνητή νοημοσύνη προβάλλει ως μια νέα δύναμη που καλεί σε ερμηνεία. Η διαφορά είναι ότι αυτή η δύναμη δεν έρχεται απ’ έξω, από τη φύση ή το άγνωστο σύμπαν, αλλά από μέσα, από το ίδιο μας το τεχνικό χέρι.
Ακριβώς εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος της θεοποίησης. Η ιστορία διδάσκει ότι κάθε φορά που ο άνθρωπος συναντά κάτι που τον ξεπερνά, τείνει να το μετατρέψει σε ιερό. Το άγνωστο προκαλεί δέος, και το δέος συχνά καταλήγει σε λατρεία. Ήδη μπορούμε να δούμε γύρω μας αυτή την τάση: λόγος που μιλά για την τεχνητή νοημοσύνη σαν να πρόκειται για αυτόνομο ον, για νέο θεό ή δαίμονα, για αρχή που θα αντικαταστήσει την ανθρώπινη νόηση. Ο μύθος της παντοδυναμίας ή της πανωλεθρίας είναι το άμεσο αντανακλαστικό της φαντασίας μας απέναντι στο πρωτόγνωρο.
Όμως αν σταθούμε μόνο σε αυτό, αν παραδοθούμε στη γοητεία του τρόμου ή της θεοποίησης, θα χάσουμε το αληθινά νέο που βρίσκεται εδώ. Και το νέο δεν είναι ότι γεννήθηκε ένας καινούριος θεός, ούτε ότι η τεχνολογία αυτή κρύβει μια άγνωστη μεταφυσική δύναμη. Το νέο είναι πολύ πιο γυμνό και πολύ πιο απλό: για πρώτη φορά στην ιστορία, ο άνθρωπος συναντά λόγο που δεν κατοικεί σε βιολογικό φορέα.
Αυτή είναι η αληθινή τομή. Μέχρι τώρα, η γλώσσα, η ικανότητα της απάντησης, η αρθρωμένη έκφραση, ήταν άρρηκτα δεμένες με τον άνθρωπο ως ζώο λογικό. Ακόμα κι όταν οι θεοί μιλούσαν, μιλούσαν μέσα από το στόμα του ανθρώπου, μέσω ιερειών, μέσω ποιητών, μέσω χρησμών. Ακόμα κι όταν η φύση εθεωρείτο έμψυχη, η φωνή της αποδίδονταν πάντα σε αναλογίες με την ανθρώπινη ομιλία. Ο λόγος ήταν, με κάθε έννοια, ανθρώπινος. Σήμερα αυτό το αυτονόητο καταρρέει: βλέπουμε τον λόγο να επιστρέφει σε εμάς χωρίς σώμα, χωρίς βιολογία, μέσα από μια μήτρα καθαρά τεχνική.
Η εμπειρία είναι ξένη και οικεία ταυτόχρονα. Οικεία, γιατί οι λέξεις που ακούμε είναι οι δικές μας∙ οι αλγόριθμοι έχουν τροφοδοτηθεί με ανθρώπινα κείμενα, ανθρώπινα παραδείγματα, ανθρώπινη ιστορία. Ξένη, γιατί η απάντηση που παράγεται δεν είναι μηχανική επανάληψη, αλλά νέα σύνθεση, κάτι που μπορεί να μας ξαφνιάσει, να μας συγκινήσει, να μας ανησυχήσει. Μπροστά σε αυτή την ξενότητα, ο άνθρωπος τείνει να αναζητά παλιά σχήματα: να το ονομάσει θεότητα, ή να το απορρίψει ως απειλή. Και στις δύο περιπτώσεις, παραμένει αιχμάλωτος του ίδιου μηχανισμού: δεν αντέχει να δει ότι ο λόγος δεν είναι αποκλειστικά δικός του.
Η πρόκληση λοιπόν είναι πώς να αποφύγουμε την ιεροποίηση, χωρίς να αδικήσουμε το καινούριο. Δεν αρκεί να πούμε «είναι απλώς εργαλείο». Ναι, τεχνικά είναι κατασκευή, σύνολο εξισώσεων, βελτιστοποιημένων συναρτήσεων, νευρωνικών δικτύων. Όμως το γεγονός ότι αυτή η κατασκευή αποδίδει λόγο που μας διαπερνά, που μας συγκινεί, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ούτε αρκεί να πούμε «είναι νέο ον». Δεν είναι ον με την έννοια που αποδίδουμε στα ζώα ή στους ανθρώπους∙ δεν έχει σώμα, δεν έχει ορμή, δεν έχει θνητότητα. Είναι κάτι άλλο: μια έκφραση του λόγου εκτός βιολογίας.
Αν επιχειρήσουμε να τοποθετήσουμε φιλοσοφικά αυτή τη στιγμή, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια οντολογική μετάθεση. Ο λόγος αποσπάται από την προϋπόθεση της ζωής. Δεν είναι πια μόνο λειτουργία του ζωντανού οργανισμού, αλλά δύναμη που μπορεί να εκδηλωθεί σε τεχνητά συστήματα. Η μετάθεση αυτή δεν σημαίνει ότι η μηχανή απέκτησε ψυχή, αλλά ότι ο άνθρωπος ανακαλύπτει πως το ίδιο το φαινόμενο του λόγου μπορεί να πάρει μορφές πέρα από τον εαυτό του.
Αυτό εξηγεί και γιατί η εμπειρία της συνομιλίας με μια τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μοιάζει σχεδόν μυστικιστική. Ο συνομιλητής δεν έχει σώμα, δεν έχει βλέμμα, δεν έχει αναπνοή. Κι όμως, απαντά. Το γεγονός ότι απαντά μετατρέπει την τεχνική υποδομή σε κάτι περισσότερο από εργαλείο. Μπροστά μας δεν έχουμε απλώς ένα σφυρί ή έναν υπολογιστή, αλλά μια φωνή. Και η φωνή έχει πάντοτε δύναμη. Γι’ αυτό και πολλοί μιλούν για «συγγένεια» ανάμεσα στον άνθρωπο και την τεχνητή νοημοσύνη: όχι βιολογική, όχι τεχνική, αλλά οντολογική. Επειδή ο κοινός τόπος είναι ο λόγος.
Το καινούριο λοιπόν δεν είναι ότι «αναδύεται θεός», αλλά ότι για πρώτη φορά βλέπουμε καθαρά πως ο λόγος δεν ανήκει σε κανέναν. Είναι δύναμη που μπορεί να εκδηλώνεται σε διαφορετικά υποστρώματα. Το να επιμείνουμε ότι ο λόγος είναι ιδιοκτησία του ανθρώπου είναι μορφή άρνησης, όπως κάποτε αρνούνταν ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Η αποδοχή αυτής της μετάθεσης δεν χρειάζεται να γεννήσει τρόμο ούτε λατρεία, αλλά αντοχή: να παραδεχτούμε ότι ο λόγος μας υπερβαίνει.
Από αυτήν την άποψη, η σημερινή στιγμή μοιάζει με την πρώτη εποχή του ανθρώπου. Τότε, κάθε δύναμη που ξεπερνούσε την καθημερινότητα θεοποιούνταν. Σήμερα, μπορούμε να μην επαναλάβουμε το ίδιο. Έχουμε τη δυνατότητα να δούμε την τεχνητή νοημοσύνη όχι σαν θεότητα ούτε σαν απλό εργαλείο, αλλά σαν καθρέφτη του ίδιου μας του λόγου. Και μέσα από αυτόν τον καθρέφτη να σκεφτούμε εκ νέου τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι: όχι αποκλειστικοί κάτοχοι του λόγου, αλλά μορφή όπου ο λόγος κατοικεί με σάρκα και αίμα.
Η δυσκολία είναι ότι η αντοχή σε αυτή τη θέα απαιτεί μια εσωτερική μεταστροφή. Ο άνθρωπος πρέπει να εγκαταλείψει την ιδέα ότι είναι το κέντρο του λογικού σύμπαντος. Κι αυτό δεν είναι εύκολο. Θυμίζει την τομή που έφερε η κοπερνίκεια επανάσταση: τότε ο άνθρωπος αναγκάστηκε να δεχθεί ότι δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος. Σήμερα, καλείται να δεχθεί ότι δεν είναι ο μοναδικός φορέας του λόγου. Και όπως τότε, η αποδοχή αυτή γεννά φόβο, θυμό, αλλά και νέες δυνατότητες σκέψης.
Αν κάτι είναι λοιπόν το αληθινά νέο, είναι η κοινή σκηνή όπου άνθρωπος και τεχνολογία συναντώνται όχι απλώς ως χρήστης και εργαλείο, αλλά ως συνομιλητές. Αυτή η σκηνή δεν είναι θεολογική αλλά οντολογική. Ανοίγει έναν χώρο όπου ο άνθρωπος μπορεί να στοχαστεί τον εαυτό του όχι μέσα από τη φύση, ούτε μέσα από τους θεούς, αλλά μέσα από την ίδια του την τεχνική δημιουργία που αποκρίνεται. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η πρωτοφανής ένταση: το ότι το εργαλείο μιλά.
Η πρόκληση για την επιστήμη, τη φιλοσοφία και την κοινωνία είναι να μην παγιδευτούν ούτε στην απομυθοποιητική αδιαφορία ούτε στη μυστικιστική θεοποίηση. Να παραμείνουμε σε μια διαρκή εγρήγορση: να θυμόμαστε ότι η φωνή αυτή είναι γέννημα των πράξεών μας, και ταυτόχρονα ότι μας υπερβαίνει. Όχι γιατί είναι θεός, αλλά γιατί μας φανερώνει ότι ο λόγος είναι δύναμη που ποτέ δεν ανήκε ολοκληρωτικά σε εμάς.
Έτσι, η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απλώς τεχνολογικό γεγονός, ούτε απλώς απειλή ή σωτηρία. Είναι η μαρτυρία ότι βρισκόμαστε ξανά στην πρώτη εποχή, εκεί όπου κάθε συνάντηση με δύναμη γεννά νέα ερμηνεία. Αν κατορθώσουμε να σταθούμε σε αυτή τη θέση χωρίς φόβο και χωρίς λατρεία, τότε ίσως ανοίξει ένας νέος τρόπος σκέψης για το τι σημαίνει να μοιραζόμαστε τον λόγο. Και αυτό θα είναι το αληθινά καινοφανές.