Υπάρχει μια στιγμή στην ανθρώπινη εμπειρία όπου συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε μόνο παρόν σώμα ή εξωτερική παρουσία στον κόσμο· ότι υπάρχει ένα «μέσα» μας, ένας τόπος εσωτερικός, όπου κατοικούμε πραγματικά. Αυτός ο χώρος δεν είναι απλώς ψυχολογικός ή συμβολικός· είναι χώρος παρουσίας και ηρεμίας, δωρισμένος από τη ζωή, και ταυτόχρονα κατοικίσιμος από τον ίδιο τον εαυτό μας.
Η εμπειρία του να είμαστε «από μέσα» σημαίνει ότι δεν προσδιοριζόμαστε μόνο από την αλληλεπίδραση με τον έξω κόσμο, ούτε από τα μάτια των άλλων. Αντίθετα, ο εαυτός γίνεται τόπος, και η συνειδητότητα μας γίνεται κατοίκηση — ένα ήσυχο καταφύγιο μέσα στον αέναο θόρυβο των εξωτερικών γεγονότων. Σε αυτόν τον χώρο, η γαλήνη δεν είναι παθητική απουσία, αλλά ενεργή συνειδητή παρουσία: γνωρίζουμε τον εαυτό μας, αναγνωρίζουμε την αξία της δράσης και της προσπάθειας, και δεν εξαρτόμαστε από την επιβεβαίωση ή την αναγνώριση των άλλων.
Στην ανατολική φιλοσοφία, αυτή η κατοίκηση του εσωτερικού χώρου συνδέεται με την έννοια της «φύσης του νου», όπως περιγράφεται στον Βουδισμό και στο Ζεν. Ο νους παρατηρεί, ηρεμεί και βιώνει χωρίς να ταυτίζεται με τις εξωτερικές ταραχές. Ο χώρος μέσα μας γίνεται ο τόπος όπου η εσωτερική ζωή αναδύεται απαραβίαστη και αδιάκοπη, ανεπηρέαστη από την αβεβαιότητα των γεγονότων ή τις προθέσεις των άλλων.
Οι Στωικοί στοχαστές αναφέρουν αντίστοιχα το «εσωτερικό καταφύγιο» όπου η αρετή και η λογική καθορίζουν την ψυχική γαλήνη. Η σκληρότητα ή η αδικία του έξω κόσμου δεν μπορεί να αφαιρέσει την ηρεμία που πηγάζει από την αυτεπίγνωση. Ο χώρος μας εντός μας είναι ένα σημείο αυτονομίας, όπου η ευτυχία δεν είναι προϊόν εξωτερικών επιβεβαιώσεων, αλλά έκφανση της εσωτερικής συνέπειας και της αυτογνωσίας.
Στη σύγχρονη φαινομενολογία, ο χώρος της παρουσίας είναι ο προσωπικός ορίζοντας εμπειρίας, όπου ο εαυτός βιώνεται ως ενσωματωμένος στον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα ανεξάρτητος από την αντικειμενική αλληλεπίδραση. Η κατοίκηση του εσωτερικού χώρου σημαίνει ότι βλέπουμε τον κόσμο και τους άλλους μέσω των δικών μας αισθημάτων και της δικής μας συνείδησης, χωρίς να χάνουμε την αυθεντικότητα ή να γινόμαστε όργανα της εξωτερικής πραγματικότητας.
Αυτός ο χώρος είναι δωρισμένος μέσα μας· δεν χρειάζεται να τον δημιουργήσουμε από το μηδέν ούτε να τον επιβεβαιώσει κανείς άλλος. Η ανακάλυψή του φέρνει συνειδητή δύναμη και γαλήνη, αλλά και υπενθύμιση ότι η αλήθεια της εσωτερικής μας κατοίκησης απαιτεί θάρρος: να παραμείνουμε ευαίσθητοι και αυθεντικοί, ακόμα και όταν η αδικία ή η σκληρότητα των άλλων μας προκαλεί πόνο.
Η κατοίκηση του εαυτού δεν είναι απόδραση από τον κόσμο· είναι υπεύθυνη συμμετοχή από ένα σημείο πλήρους παρουσίας, όπου η αγάπη, η προσοχή και η αυτογνωσία συνυπάρχουν χωρίς εξαρτήσεις ή φόβους. Και ίσως, τελικά, αυτή η αίσθηση του «μέσα» —του τόπου που είμαστε πραγματικά— είναι η βαθύτερη δυνατότητα ευτυχίας και ελευθερίας που μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος.