Η τράπεζα, όπως την εννοούμε σήμερα, φαντάζει ως ένα εμπορικό εργαλείο: διαχείριση χρήματος, χορήγηση δανείων, επιτόκια, επενδυτικά προϊόντα. Όμως, στην αρχική της σύλληψη —και ιδιαίτερα στον λόγο του Ιωάννη Καποδίστρια— η έννοια της τράπεζας δεν ταυτιζόταν με την έννοια της αγοράς. Ήταν κάτι πολύ βαθύτερο: θεσμός εμπιστοσύνης.
Το 1828, λίγους μήνες μετά την άφιξή του στην Ελλάδα ως Κυβερνήτης, ο Ιωάννης Καποδίστριας απευθύνει επιστολή προς πολιτικούς και οικονομικούς συμμάχους στη Γενεύη. Σε αυτήν, αναφέρεται ρητά στη δημιουργία μιας «νέας Εθνικής Τράπεζας», την οποία αποκαλεί:
«τον ακρογωνιαίο λίθο του κοινωνικού μας οικοδομήματος».
Η φράση αυτή δεν είναι ρητορική. Είναι θεμελιακή. Ο Καποδίστριας δεν προτείνει ένα τραπεζικό σχήμα για την εξυπηρέτηση συναλλαγών· προτείνει έναν θεσμό που θα συγκροτήσει τη συλλογική εμπιστοσύνη σε μια οικονομία κατεστραμμένη, σε μια κοινωνία διαλυμένη από πόλεμο, και σε ένα κράτος που μόλις γεννιόταν.
Η πρόταση του Καποδίστρια έρχεται σε μια στιγμή όπου δεν υπάρχουν ούτε σταθερά δημόσια έσοδα, ούτε εγχώριο κεφάλαιο, ούτε θεσμική κουλτούρα τραπεζικών δομών. Κι όμως, οραματίζεται μια τράπεζα που θα ανήκει στο έθνος, όχι στους λίγους· που θα υποστηρίζει την κοινωνία, όχι τα συμφέροντα.
Η ιδέα του δεν είναι τεχνική: είναι πολιτική. Η Τράπεζα δεν είναι επιχείρηση, αλλά θεμέλιο του Κράτους. Δεν λειτουργεί με όρους κέρδους, αλλά με όρους κοινής πίστης. Αυτή η πίστη δεν είναι χρηματοοικονομική· είναι θεσμική, ηθική, ιστορική.
Η μεταγενέστερη Εθνική Τράπεζα, που ιδρύθηκε το 1841, ακολούθησε διαφορετική πορεία: μετόχους, εμπορική λογική, ιδιωτικά κεφάλαια. Η τράπεζα έγινε σταδιακά αυτό που ξέρουμε σήμερα: εργαλείο της αγοράς. Αλλά η φράση του Καποδίστρια παραμένει εκεί, σε μια επιστολή σχεδόν λησμονημένη, σαν ένα προοίμιο ενός θεσμού που θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Ο ακρογωνιαίος λίθος που φαντάστηκε ο Καποδίστριας δεν ήταν η λογιστική βάση του εμπορίου. Ήταν η βάση της κοινωνικής συνοχής. Και αυτό είναι το ξεχασμένο όραμα πίσω από τη λέξη «Εθνική». Ίσως ήρθε ο καιρός να το ξαναθυμηθούμε.