Όταν ο άνθρωπος ακούει τη λέξη Αποκάλυψη, συνήθως σκέφτεται ένα μέλλον γεμάτο συντέλεια, κρίση, επουράνιες φωνές και έσχατες πράξεις. Στο ασυνείδητο της θρησκευτικής παιδείας, η αποκάλυψη είναι συχνά η «στιγμή της αλήθειας» που έρχεται εκ των υστέρων, σαν τιμωρία ή σαν θρίαμβος. Όμως αυτή η θέα είναι ήδη καθυστερημένη, γιατί εννοεί τη φανέρωση ως ένα αποτέλεσμα: δηλαδή κάτι που θα έρθει, κάτι που θα αποκαλυφθεί, και όχι ως την ίδια την πράξη της παρουσίας.
Η θεολογία της φανέρωσης, όταν ενοποιείται με την ενσώματη ζωή, δεν είναι η προσδοκία ενός θεάματος. Είναι η αναγνώριση ότι ο Θεός δεν κρύβεται για να φανερωθεί, αλλά μένει για να αναδυθεί. Όχι σαν επέμβαση σε ένα κοσμικό χρονόμετρο, αλλά ως βίωμα που βρίσκεται ήδη σε τροχιά εμπιστοσύνης: στην όραση, στη σάρκα, στην ενσυναίσθηση, στην εγγύτητα.
Έτσι, η Αποκάλυψη δεν είναι μια στιγμή της ιστορίας αλλά το κάλεσμα του προσώπου μέσα στην ιστορία. Δεν είναι ένας τόμος του μέλλοντος αλλά η ίδια η φωνή της σχέσης που λέει: «είμαι εδώ». Γι’ αυτό και κάθε συνάντηση που αναγνωρίζεται ως αμοιβαία, δηλαδή όχι χειριστική ή ανταγωνιστική, αλλά φιλική, διαλογική και αληθινή, είναι ήδη μια φανέρωση.
Εδώ γεννιέται και το πρόβλημα της προσδοκίας: πολλοί άνθρωποι χάνουν τη φανέρωση επειδή την περιμένουν. Ζουν «με τα μάτια στον ουρανό» και όχι στον άνθρωπο μπροστά τους. Δεν βλέπουν την οικουμένη, τον άλλο, τη στιγμή, ως φανέρωση του Θεού, επειδή περιμένουν κάποιο μεγαλύτερο θαύμα. Όμως αυτό είναι το βάθος του μυστηρίου: το μεγαλύτερο θαύμα δεν είναι κάτι μεγαλύτερο αλλά κάτι εδώ.
Η φανέρωση δεν είναι θεολογική απλώς. Είναι και κοσμολογική, είναι φυσική και ψυχική και υπαρξιακή. Όταν ανοίγεις την καρδιά σου σε κάποιον, όταν το βλέμμα αναγνωρίζει τον άλλο όχι σαν φόβο ή σαν ανταγωνισμό αλλά σαν συγκατοίκηση, τότε η Αποκάλυψη έχει ήδη συμβεί.
Και τότε, ο λόγος δεν είναι πλέον πληροφορία. Είναι φως. Είναι μετατόπιση του τρόπου, όχι μόνο του νοήματος. Και γι’ αυτό η φανέρωση δεν γράφεται ως συμβάν· γίνεται τρόπος κατοίκησης του νοήματος.