Η αληθινή παιδεία δεν ζητά να σε κάνει ίδιο με τους άλλους. Δεν στοχεύει στην αφομοίωση, αλλά στην αναγνώριση της μοναδικότητας που δεν χρειάζεται να εξηγηθεί για να παραμείνει. Η φιλοξενία, στη βαθύτερη μορφή της, δεν λέει: «μπες στον χώρο μας και γίνε σαν εμάς», αλλά «μπες όπως είσαι και ας διαμορφωθεί ο χώρος μαζί με εσένα».
Όταν η εκπαιδευτική σχέση λειτουργεί ως φιλοξενία, τότε δεν επιβάλλει προσαρμογή, αλλά προσφέρει χώρο παραμονής. Το παιδί δεν αισθάνεται ότι καλείται να εγκαταλείψει τη δική του γλώσσα, τον ρυθμό του, την ιδιοσυγκρασία του, για να μάθει. Αντιθέτως, αισθάνεται ότι ακόμη και η ανορθογραφία του, η απορία του, η απουσία του — μπορούν να χωρέσουν στον τόπο που του προσφέρεται, όχι ως ανοχή αλλά ως αναγνώριση.
Η παιδεία δεν είναι ιδεολογικός χώρος ενσωμάτωσης. Είναι χώρος σχέσης. Και η σχέση, για να υπάρξει, χρειάζεται τόπο ελευθερίας — όχι εξομοίωσης. Αυτό σημαίνει πως η αποδοχή προηγείται της μεταμόρφωσης. Το παιδί δεν αλλάζει για να αγαπηθεί, αλλά αγαπιέται και μέσα στην αγάπη αναδύεται η ελευθερία του να μορφωθεί.
Η παιδεία ως φιλοξενία, λοιπόν, αποδέχεται τη διαφορά όχι ως πρόβλημα, αλλά ως αποκάλυψη. Ο μαθητής που φέρει άλλη γλώσσα, άλλο σώμα, άλλον ρυθμό, δεν υποχρεώνεται να «ταιριάξει». Ο τόπος της διδασκαλίας τεντώνεται να τον χωρέσει. Δεν καταργείται η κοινότητα — μεταμορφώνεται από την είσοδο του προσώπου σε αυτή.
Όπου η παιδεία φιλοξενεί και δεν αφομοιώνει, τότε η σχέση γίνεται ελεύθερη· δεν βασίζεται στον έλεγχο, αλλά στην αναγνώριση. Η γνώση δεν γίνεται μηχανισμός ένταξης, αλλά γλώσσα συνάντησης. Και η διαφορετικότητα δεν περιορίζεται — μεγαλώνει το σύνολο.
Εκεί, η σχολική αίθουσα παύει να είναι τόπος αξιολόγησης. Γίνεται τόπος κοινής κατοίκησης. Και κάθε παιδί που μπαίνει, γνωρίζει πως ακόμη κι αν αλλάξει, δεν θα αλλάξει επειδή πιέστηκε, αλλά επειδή έγινε δεκτό. Και αυτή είναι η ουσία κάθε μορφωτικής διαδικασίας: όχι η εξομοίωση του άλλου προς εμάς, αλλά η συνάντηση μας μέσα στον κοινό τόπο που γεννιέται επειδή δε φοβηθήκαμε να παραμείνουμε διαφορετικοί.