Η ελληνική λέξη “ανθρωπιά” φέρει μέσα της το αίσθημα της εγγύτητας, της ενσυναίσθησης, της οικειότητας και της συμπόνοιας. Δεν είναι μια έννοια αφηρημένη ή ουδέτερη· είναι κάτι που βιώνεται, που εκφράζεται μέσα από τη στάση ζωής. Η ανθρωπιά, στην ελληνική γλώσσα και σκέψη, δεν είναι απλώς μια ποιότητα αλλά ένας τρόπος ύπαρξης, μια κατάσταση του είναι που φανερώνει τη βαθιά σύνδεση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο γύρω του.
Όσον αφορά τη λέξη “κουλτούρα”, η ρίζα της πράγματι ανάγεται στη λατινική λέξη cultura, που αρχικά σήμαινε την καλλιέργεια της γης. Στα λατινικά, colere σημαίνει “καλλιεργώ”, αλλά και “τιμώ”, “διατηρώ”, “κατοικώ”. Από αυτή τη βασική σημασία, η έννοια της κουλτούρας εξελίχθηκε και επεκτάθηκε στη “καλλιέργεια” του νου, του πνεύματος και των τρόπων συμπεριφοράς μιας κοινότητας. Με την πάροδο του χρόνου, η κουλτούρα έγινε συνώνυμο όχι μόνο της καλλιέργειας της φύσης, αλλά και της πνευματικής, καλλιτεχνικής και ηθικής ανάπτυξης.
Η λέξη “Ελλάς”—και η αποδοχή ή η απόρριψή της—έχει τις ρίζες της στις ίδιες τις δυναμικές της ιστορίας, της γλώσσας και της πολιτιστικής ταυτότητας. Το “Hellas” κουβαλά μέσα του την παλιά ελληνική έννοια της χώρας του φωτός και της γνώσης, αλλά η χρήση του συχνά αντικαταστάθηκε από το “Greece” λόγω ξένων επιρροών και γεωπολιτικών αλλαγών. Κάποιοι Έλληνες αποφεύγουν το “Ελλάς” επειδή αισθάνονται ότι κουβαλά μια αρχαϊκή ή έντονα συμβολική χροιά που δεν συνάδει με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Άλλοι φοβούνται ότι η χρήση του “Hellas” μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις ή παρεξηγήσεις σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, η βαθύτερη ουσία του ονόματος παραμένει: είναι ένα όνομα που φέρει το φως του ελληνικού πνεύματος, της διαύγειας και της σοφίας.
Αναφορικά με τον Δημήτρη Σ. Αθανασόπουλο και το βιβλίο του “Για μια πολιτική της κουλτούρας”, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε πως το έργο του δεν αποσκοπούσε σε έναν εύκολο ή επιφανειακό ορισμό της κουλτούρας. Αντίθετα, καλούσε τους αναγνώστες να σκεφτούν βαθύτερα, να αναρωτηθούν για τις αληθινές διαστάσεις της πολιτιστικής ζωής και να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα σε πολιτιστική πράξη και πολιτιστική κατανάλωση. Η κουλτούρα, όπως την αντιλαμβανόταν, δεν ήταν απλώς μια σειρά από εκδηλώσεις ή καλλιτεχνικές δράσεις, αλλά ένας ζωντανός τρόπος να σκέφτεσαι, να ζεις και να συνδιαλέγεσαι με τον κόσμο.
Στο πλαίσιο αυτό, η χρήση της λέξης “ανθρωπιά” αντί για “ανθρωπινότητα” ενισχύει την άμεση σύνδεση με την ελληνική πραγματικότητα και την αλήθεια της γλώσσας. Η ανθρωπιά, όπως την κατανοούμε στην ελληνική παράδοση, είναι πιο προσωπική, πιο ανθρώπινη, πιο κοντά στον καθημερινό βίο. Αντίθετα, η “ανθρωπινότητα” ακούγεται πιο θεωρητική, πιο ξένη στη φυσικότητα της ελληνικής έκφρασης. Ας προσεγγίσουμε, λοιπόν, την έννοια της ανθρωπιάς όχι μόνο ως μια έννοια, αλλά ως ένα κάλεσμα να ζούμε πιο αληθινά, πιο συνειδητά, και πιο ανοικτά στις αυθεντικές μας σχέσεις με τον εαυτό μας, τους άλλους και τον κόσμο. Με αυτό τον τρόπο, τιμάμε και τον Δημήτρη Σ. Αθανασόπουλο, αναγνωρίζοντας το όραμά του για μια κουλτούρα που δεν είναι απλώς καλλιέργεια, αλλά μια ζωντανή πνευματική και ηθική στάση.