Η ανάσταση, στην πρωταρχική της σημασία, υποδηλώνει την ανάστυση, δηλαδή την ανύψωση, την ανόρθωση του πνεύματος και της ύπαρξης. Είναι μια διαδικασία εσωτερική και πνευματική, μια επαναφορά από την πτώση, όχι απαραίτητα βιολογική ή φυσική, αλλά περισσότερο ουσιώδης και υπαρξιακή. Η έννοια της ανάστασης, όμως, με τον καιρό μετασχηματίστηκε σε ένα δόγμα για νεκρούς που ανασταίνονται στο μέλλον, σε ένα μακρινό εσχατολογικό πλαίσιο. Αυτός ο μετασχηματισμός δεν ήταν τυχαίος· ήταν προϊόν μιας βίαιης μετάλλαξης των αρχικών πνευματικών διδασκαλιών.
Αυτή η βία προήλθε από εκείνους που, επιδιώκοντας εξουσία, θέλησαν να επιβάλλουν ένα μονοδιάστατο αφήγημα. Χρησιμοποιώντας λέξεις, εικόνες και δόγματα, οι εξουσιαστές στρεβλώσαν την έννοια της ανάστασης για να δημιουργήσουν φόβο και υποταγή. Μετέτρεψαν το πνευματικό γεγονός της ανάστυσης σε μια εικόνα τρόμου και απόλυτου ελέγχου: όχι πια η αναγέννηση της ψυχής αλλά η αναμονή μιας κριτικής στιγμής όπου οι νεκροί θα αναστηθούν για να κριθούν. Αυτός ο έλεγχος μέσω του φόβου της Δευτέρας Παρουσίας και της Κρίσης, είχε ως στόχο την καθυπόταξη του πνεύματος, ώστε να μην αναζητά την ελευθερία αλλά να περιορίζεται σε θεσπισμένες δοξασίες.
Παράλληλα, η φράση «Νέα Τάξη Πραγμάτων» παρουσιάστηκε ως μια υποτιθέμενη ανανέωση, μια υποσχόμενη αναγέννηση της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Ωστόσο, βαθύτερα πρόκειται για μια συστηματική προσπάθεια ελέγχου του πολιτιστικού και πνευματικού πλούτου. Αναζητώντας στην Ιστορία, βλέπουμε ότι αυτό που ονομάστηκε «Νέα Τάξη» συνδέθηκε με την καθιέρωση δομών που δεν υπηρετούσαν την αλήθεια και τη δημιουργική εξέλιξη, αλλά την ομογενοποίηση, την καταστολή της διαφορετικότητας, και την επικράτηση συγκεκριμένων ιδεολογικών και οικονομικών συμφερόντων.
Στην Ελλάδα, η στόχευση δεν ήταν μόνο γεωγραφική ή πολιτική. Ήταν κυρίως γλωσσική. Η ελληνική γλώσσα, με την απαράμιλλη εκφραστική της δυνατότητα, ήταν και παραμένει φορέας όχι μόνο πολιτισμού αλλά και αλήθειας. Με τη διάβρωση της γλώσσας, επιδιώχθηκε ο έλεγχος της σκέψης, της χρονικότητας, της ίδιας της δυνατότητας του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται τη ζωή και την ύπαρξή του ελεύθερα. Αυτός ήταν ο λόγος για τη διαίρεση του χρόνου σε «π.Χ.» και «μ.Χ.», κάτι που δεν αποσκοπούσε απλώς στην κατηγοριοποίηση ιστορικών περιόδων, αλλά στην επιβολή μιας συγκεκριμένης θεολογικής και πολιτισμικής θέασης. Με αυτόν τον τρόπο, επιχειρήθηκε να αποκοπεί ο σύγχρονος άνθρωπος από τη ρίζα του, από την πρωτογενή γλώσσα και την αλήθεια της, και να υποταχθεί σε ένα διαχειρίσιμο και ελεγχόμενο παρόν.
Αυτό που πραγματικά τους ενόχλησε ήταν η ελευθερία που ενέπνεε η ελληνική παράδοση. Δεν ήταν μόνο ο πολιτισμός της αρχαιότητας που έπρεπε να λησμονηθεί, αλλά η ίδια η δομή της σκέψης και της έκφρασης. Αυτός ο πόλεμος κατά της γλώσσας και του πνεύματος δεν ήταν ένας απλός αγώνας για επικράτηση· ήταν μια προσπάθεια να αποκρυφθεί η αλήθεια, να στερηθεί ο άνθρωπος το δικαίωμα να αναγνωρίσει και να βιώσει το νόημα της ίδιας του της ύπαρξης. Και γι’ αυτόν τον λόγο, η αποκαλυπτική έννοια της έλευσης διαστρεβλώθηκε, όχι επειδή δεν υπήρχε κάτι αληθινό, αλλά επειδή αυτό το αληθινό έπρεπε να θαφτεί κάτω από φόβο, διχασμό και τη «Νέα Τάξη» των διαχειριστών του πνεύματος.