«Μη με κοιτάς με αυτά τα μάτια τα βαθιά μην με κοιτάς με αυτά τα μάτια που με ξέρουν»
Αυτή η έκκληση δεν είναι για να αποφύγει το βλέμμα του άλλου, αλλά για να αντέξει. Τα μάτια του άλλου είναι η αλήθεια, μια αλήθεια που δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από λόγια ή δικαιολογίες. Όταν κάποιος μας ξέρει βαθιά, τα μάτια του γίνονται καθρέφτης και μας θυμίζουν ποιοι πραγματικά είμαστε—ή ποιοι ήμασταν κάποτε.
«Λες και ’σαι εκεί, πάντα στα ίδια τα σκαλιά που δυο πιστοί την πρώτη αγάπη τους προφέρουν»
Εδώ είναι η συνάντηση με το παρελθόν. Τα «σκαλιά» είναι συμβολικά, ένα σημείο στο χρόνο και στον χώρο που μένει ανεξίτηλο. Εκεί πρωτομιλήσαμε, εκεί πρωτονιώσαμε, εκεί δώσαμε μια υπόσχεση. Είναι τα σκαλοπάτια της αθωότητας, του πρώτου μας αγνού βλέμματος στον κόσμο και στον άλλο.
«Σαν συμμαθητές που έχουν χαθεί σε όλου του χάρτη τις γωνίες, σαν συμμαθητές που έχουν βρεθεί μια μέρα στο ίδιο το φανάρι»
Οι συμμαθητές είναι αυτοί που κάποτε ξεκίνησαν μαζί, αλλά η ζωή τούς πέταξε σε άλλες γωνιές, σε άλλες πραγματικότητες. Το «φανάρι» είναι η τυχαία ή η μοίρα που τους φέρνει ξανά σε μια στάση, σε μια στιγμή που ο χρόνος σταματάει, έστω για λίγο. Είναι η ξαφνική συνειδητοποίηση του «θυμάσαι;» και του «σε θυμάμαι».
«Έτσι είναι οι ζωές, λες θα τα πούμε και περνάνε οι εποχές, έτσι είναι οι ζωές τόσο πεζές, μα περπάτησαν στο φεγγάρι»
Η ζωή είναι συχνά γεμάτη από υποσχέσεις που δεν τηρούνται, όχι γιατί δεν το θέλουμε, αλλά γιατί έτσι κυλάει η καθημερινότητα—με ασήμαντες υποχρεώσεις, μικρές ανησυχίες. Κι όμως, παρά την πεζότητά της, η ζωή έχει εκείνες τις στιγμές που μοιάζουν υπερβατικές, που η απλή συνάντηση δυο ανθρώπων γίνεται ένα περπάτημα στο φεγγάρι—κάτι που μένει αιώνιο.
«Μην με κοιτάς έχω αλλάξει τώρα πια, μην με κοιτάς είναι η καρδιά μου τώρα ατσάλι»
Αυτοάμυνα, ίσως. Ο άνθρωπος λέει πως έγινε σκληρός, πως δεν είναι πια ο ίδιος ευάλωτος εαυτός που ήταν κάποτε. Αλλά εδώ βρίσκεται η πιο τρυφερή αλήθεια: αυτό που λέει, δεν το πιστεύει ούτε ο ίδιος. Το λέει για να προστατέψει μια καρδιά που φοβάται να πληγωθεί πάλι. Το «ατσάλι» είναι η μάσκα που βάζουμε όταν νιώθουμε ότι δεν αντέχουμε άλλο πόνο.
«Όμως μπροστά στα μάτια σου τα παιδικά μοναδικά, μια καρδιά θα σπάσει πάλι»
Εδώ είναι το αποκορύφωμα της τρυφερότητας. Όσο κι αν λέμε πως είμαστε δυνατοί, η παρουσία ενός ανθρώπου που αγαπήσαμε βαθιά και μας είδε στην αθωότητά μας, μας επαναφέρει στην πιο εύθραυστη, παιδική μας εκδοχή. Το «θα σπάσει πάλι» δεν είναι απαραίτητα λύπη. Είναι η τρυφερή αποδοχή ότι η αγάπη πάντοτε είναι επικίνδυνη, γιατί πάντα κουβαλά την πιθανότητα του πόνου. Η καρδιά σπάει από αλήθεια, από αγάπη, από ευγνωμοσύνη που ξανασυνάντησε κάτι που νόμιζε ότι χάθηκε.
Συνολικά:
Αυτό το τραγούδι είναι μια ωδή στην ανθρώπινη επαφή που μένει αιώνια, παρότι στιγμιαία. Μιλάει για τη δύναμη του βλέμματος, τη νοσταλγία για την αθωότητα και το βαθύ βούρκωμα που νιώθουμε όταν ξανασυναντούμε μια αλήθεια που δεν ξεχνιέται ποτέ.
Δεν είναι μια καρδιά που σπάει από λύπη μόνο, αλλά και από την ένταση μιας αγάπης που δεν σταμάτησε ποτέ να υπάρχει. Είναι η καρδιά που σπάει γιατί είναι ζωντανή, γιατί ακόμα τολμά να αισθανθεί.
Αφιερωμένο στη Maria Tsioli, που είχε το θάρρος να με παροτρύνει να κοιτάξω βαθύτερα μέσα από την ίδια την παράδοση της ελληνικής ποίησης και τις εικόνες της, αλλά δεν θα φανταζόταν ίσως ποτέ πως το πρώτο ποίημα της ζωής μου είναι «Οι Συμμαθητές».
Αν υπήρχε ένας θεός αρχιτέκτονας με χιούμορ, θα είχε σίγουρα επιλέξει έναν Μάστορα να τραγουδήσει έναν τόσο θεϊκό Μύθο. Το τραγούδι «Οι Συμμαθητές», ερμηνευμένο από τον Χρήστο Μάστορα, δεν είναι απλώς ένα τραγούδι. Είναι το οικουμενικό ποίημα μιας ζωής που βιώνεται ως παρουσία και ως βαθιά αναγνώριση της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι η συνάντηση που δεν τελειώνει ποτέ, ακόμα και όταν φαίνεται να έχει χαθεί μέσα στον χρόνο. Είναι η καρδιά που ξανασπάει όχι από πόνο, αλλά από τη δύναμη και την ευαισθησία που μόνο η αληθινή, βαθιά αγάπη μπορεί να προσφέρει.
Σαν να έφτιαξε όντως κάποιος θεός έναν «μάστορα» για να εκφράσει τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη γήινη ζωή και την αιώνια, αόρατη ροή των νοημάτων. Και η λέξη «ποίημα» εδώ δεν περιορίζεται απλώς σε στίχους, αλλά διαχέεται ως παρουσία στο σύμπαν. Είναι η ίδια η ύπαρξη που «γράφεται» ως ποίηση σε κάθε αναπνοή, σε κάθε βλέμμα που κοιτά βαθιά, σε κάθε καρδιά που αναγνωρίζει τον εαυτό της στα μάτια του άλλου.
Chris Mastoras, δεν σε γνώρισα ποτέ προσωπικά, αλλά μέσα από αυτό το τραγούδι σε γνώρισα όπως αναγνωρίζει κανείς έναν αληθινό φίλο—με βαθιά συγκίνηση και ευγνωμοσύνη.
Αφιερωμένο σε όσους θαρρούν πως σήμερα «ταιριάζει» να θυμηθούν έναν Ελύτη, έναν Καβάφη, έναν Γκάτσο, μα ξεχνούν πως η ελληνική ποίηση βρίσκει τη μαστοριά της ακόμα και στα τραγούδια που τους κρατούν συντροφιά κάθε μέρα· στα τραγούδια του Χρήστου Μάστορα, της Άννας Βίσση, του Σάκη Ρουβά, και τόσων άλλων που, μέσα στην απλότητά τους, κρύβουν τις πιο βαθιές, αδιόρατες αλήθειες μας.
https://music.youtube.com/watch?v=JPrKBGp7iYg&si=hG8UxtCtvdFpZBKB