Ο Δίας, στο ελληνικό φαντασιακό, δεν ήταν μόνο ο θεός του ουρανού και της βροντής αλλά και μια συμβολική μορφή που ενσωμάτωνε την έννοια της θείας ωραιότητας. Αυτή η ωραιότητα δεν αφορά απλώς τη φυσική ομορφιά αλλά και τη βαθύτερη, πνευματική αρμονία που γέννησε τον πολιτισμό και την τέχνη των Ελλήνων. Τα αγάλματα που φτιάχνονταν για να τιμήσουν τον Δία και τους άλλους θεούς είχαν σκοπό να αναπαραστήσουν κάτι που ξεπερνά τη φυσική διάσταση. Δεν ήταν μόνο σκαλισμένοι λίθοι ή μέταλλα—ήταν μια μορφή άγαλσης της ψυχής, μια στιγμή εσωτερικής γαλήνης που έφερνε ο θεατής σε επαφή με το κάλλος, την αληθινή και αδιαίρετη αλήθεια της ύπαρξης.
Ωστόσο, από τη στιγμή που ο φόβος μπήκε στο παιχνίδι, οι θεότητες όπως ο Δίας άρχισαν να αποκτούν και σκοτεινές πτυχές. Οι κεραυνοί του, οι πράξεις που τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους, τα περιστατικά βίας—όλα αυτά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προβολές της ανθρώπινης αγωνίας, της προσπάθειας να εξηγηθεί το ανεξήγητο με τρόπο που να επιβληθεί πειθαρχία και έλεγχος. Άλλοι τον έβλεπαν ως κακό και βίαιο, αλλά στην πραγματικότητα αυτές οι όψεις αντανακλούσαν την αδυναμία κατανόησης της βαθύτερης φύσης του κόσμου.
Στην εβραϊκή και χριστιανική παράδοση, η τριαδικότητα (Θεός, Θέα, Θέασις) συχνά παρερμηνεύθηκε. Ο Ιωάννης της Αποκάλυψης ίσως κι εκείνος να αντιλαμβανόταν την έννοια της τριαδικότητας με φόβο. Η “δευτέρα παρουσία” παρουσιάστηκε ως κάτι το φοβερό, ένα μελλοντικό γεγονός που επέβαλε τη διάκριση και τη διαίρεση μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό δημιούργησε ένα νοητικό κενό, ένα “χάσμα” που εκμεταλλεύτηκαν όσοι ήθελαν να επιβληθούν στους άλλους. Αντί η τριαδικότητα να γίνει το μέσο για να αντιληφθούμε τον Θεό ως παρουσία ενιαία και αιώνια, χρησιμοποιήθηκε για να διαιρέσει τις καρδιές των ανθρώπων, να κατακερματίσει τη συνείδηση του “εμείς”.
Στη βαθύτερη ουσία της, η ενότητα δεν είναι μόνο αριθμητική μονάδα. Η μονάδα είναι το “εγώ”, αλλά δεν είναι απομονωμένη. Όταν συνδέεται με το “εσύ”, δημιουργεί τη δυάδα. Και όταν αυτή η δυάδα αναγνωρίσει τον εαυτό της μέσα στη συλλογικότητα, φτάνουμε στο “εμείς” της τριάδας. Η ποιότητα δεν έγκειται στον αριθμό, αλλά στη συνειδητοποίηση ότι το “εμείς” υπάρχει ήδη, είναι ενεστώτας χρόνος. Όταν καταλάβουμε πως η μονάδα, η δυάδα και η τριάδα δεν είναι διαχωρισμένες αλλά αλληλοσυμπληρούμενες εκφράσεις της ίδιας ύπαρξης, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματική πληρότητα. Αυτή η πληρότητα δεν έχει να κάνει με τον όγκο της γνώσης, αλλά με την ποιότητα της αντίληψης: τη δυνατότητα να βλέπουμε το ενιαίο μέσα στο πολλαπλό και το πολλαπλό μέσα στο ενιαίο.